Выбрать главу

«Θα σε πάω στον Μέγα Άρχοντα», είπε ο Μυρντράαλ. «Είμαι ο Σεϊντάρ Χαράν». Γύρισε κι άρχισε να ανεβαίνει το βουνό με ευέλικτες κινήσεις, που θύμιζαν ερπετό. Ο μελανός μανδύας του κρεμόταν αφύσικα ασάλευτος, δίχως καν να κυματίζει.

Ο Ντεμάντρεντ δίστασε πριν· τον ακολουθήσει. Τα ονόματα των Ημιανθρώπων ήταν πάντα στη δυσπρόφερτη γλώσσα των Τρόλοκ. Το «Σεϊντάρ Χαράν» προερχόταν από την Παλιά Γλώσσα, όπως την έλεγαν τώρα οι άνθρωποι. Σήμαινε «Χέρι του Σκοταδιού». Ήταν άλλη μια έκπληξη, και του Ντεμάντρεντ δεν του άρεσαν οι εκπλήξεις, ειδικά στο Σάγιολ Γκουλ.

Η είσοδος στο βουνό έμοιαζε με τις υπόλοιπες ρωγμές, μόνο που αυτή δεν έβγαζε ούτε καπνό ούτε ατμούς. Είχε τόσο εύρος, ώστε να χωρούν δύο άνθρωποι δίπλα-δίπλα, όμως ο Μυρντράαλ συνέχισε να προπορεύεται. Ο δρόμος άρχισε σχεδόν αμέσως να κατηφορίζει· το δάπεδο της στοάς από την τριβή είχε γίνει λείο σαν γυαλισμένο πλακάκι. Η παγωνιά χάθηκε καθώς ο Ντεμάντρεντ ακολουθούσε τη φαρδιά πλάτη του Σεϊντάρ Χαράν στα έγκατα του βουνού, παραχωρώντας με βραδύτητα τη θέση της στη ζέστη που δυνάμωνε. Ο Ντεμάντρεντ την αντιλαμβανόταν, αλλά δεν την άφηνε να τον αγγίξει. Ένα αμυδρό φως πήγαζε από τις πέτρες και γέμιζε τη στοά, πιο λαμπερό από το αιώνιο λυκόφως που επικρατούσε έξω. Αιχμηρές στήλες με ανώμαλη επιφάνεια φύτρωναν από την οροφή, πέτρινα δόντια έτοιμα να δαγκώσουν, τα δόντια του Μέγα Άρχοντα που θα ξέσχιζαν τους άπιστους και τους προδότες. Δεν ήταν φυσικοί σταλακτίτες, βεβαίως, όμως έκαναν καλά τη δουλειά τους.

Ξαφνικά, πρόσεξε κάτι. Κάθε φορά που ο Ντεμάντρεντ έκανε αυτό το ταξίδι, οι στήλες σχεδόν άγγιζαν την κορυφή του κεφαλιού του. Τώρα απείχαν μισό μέτρο από το κεφάλι του Μυρντράαλ. Αυτό τον ξάφνιασε. Όχι το ότι είχε αλλάξει το ύψος της στοάς —εδώ, το παράξενο ήταν φυσιολογικό— αλλά το ότι είχε δοθεί επιπλέον χώρος στον Ημιάνθρωπο. Ο Μέγας Άρχοντας είχε πράγματα να θυμίσει, τόσο στους Μυρντράαλ, όσο και στους ανθρώπους. Αυτός ο επιπλέον χώρος ήταν άλλο ένα γεγονός που έπρεπε να θυμάται.

Ξαφνικά, η στοά κατέληξε σε ένα πλατύ πεζούλι πάνω από μια λίμνη λιωμένης πέτρας, κόκκινη με μαύρες κηλίδες, όπου φλόγες σε ύψος ανθρώπου χόρευαν, έσβηναν και ξαναπετάγονταν. Δεν υπήρχε οροφή, μονάχα μια μεγάλη τρύπα που υψωνόταν μέσα στο βουνό ανεβαίνοντας σ’ έναν ουρανό ο οποίος δεν ήταν εκείνος του Θακαν’ντάρ. Σε σύγκριση μαζί του ο ουρανός του Θακαν’ντάρ έμοιαζε φυσιολογικός, με τα μανιασμένα κορδελωτά σύννεφά του να πετούν σαν να τα παρέσυραν οι πιο δυνατοί άνεμοι που είχε δει ποτέ ο κόσμος. Αυτό το μέρος οι άνθρωποι το ονόμαζαν Χάσμα του Χαμού, κι ελάχιστοι ήξεραν πόσο εύστοχη ήταν η ονοματοθεσία.

Ακόμα κι ύστερα από τόσες επισκέψεις —η πρώτη ήταν πολύ πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια στο παρελθόν— ο Ντεμάντρεντ ένιωθε δέος. Εδώ ένιωθε το Πηγάδι, την τρύπα που είχαν ανοίξει πριν από τόσον καιρό στο σημείο όπου βρισκόταν φυλακισμένος ο Μέγας Άρχοντας από τη στιγμή της Δημιουργίας. Εδώ η παρουσία του Μεγάλου Άρχοντα τον διαπερνούσε. Από φυσικής πλευράς, αυτό το μέρος δεν ήταν πιο κοντά στο Πηγάδι από κάθε άλλο μέρος του κόσμου, όμως ήταν κάπως πιο λεπτό το Σχήμα κι έτσι μπορούσε να το αισθανθεί.

Ο Ντεμάντρεντ πήρε μια έκφραση, που γι’ αυτόν ήταν ό,τι πιο κοντινό σε χαμόγελο. Τι ανόητοι ήταν όσοι τα έβαζαν με τον Μέγα Άρχοντα. Μπορεί, βέβαια, το Πηγάδι να ήταν ακόμα φραγμένο, αν και πιο αδύναμα από τότε που είχε ξυπνήσει από τον μακρύ ύπνο του κι είχε αποδράσει από τη φυλακή του που ήταν κι αυτή εκεί. Ήταν φραγμένο αλλά μεγαλύτερο από τότε που είχε ξυπνήσει. Δεν ήταν ακόμη τόσο μεγάλο όσο τότε που τον είχαν πετάξει εκεί μέσα μαζί με τους συντρόφους του στο τέλος του Πολέμου της Δύναμης, όμως σε κάθε του επίσκεψη από τότε που είχε ξυπνήσει ήταν λιγάκι πλατύτερο. Σε λίγο η φραγή θα χανόταν κι ο Μέγας Άρχοντας θα αγκάλιαζε ξανά τη γη. Σε λίγο θα ερχόταν η Μέρα του Γυρισμού. Κι ο Ντεμάντρεντ θα κυβερνούσε τον κόσμο παντοτινά. Υπό τον Μέγα Άρχοντα, φυσικά. Και μαζί με τους άλλους Εκλεκτούς που θα επιζούσαν, και πάλι φυσικά.

«Μπορείς να πηγαίνεις τώρα, Ημιάνθρωπε». Δεν ήθελε να δει αυτό το πλάσμα την έκσταση που θα τον κατέκλυζε. Την έκσταση, και τον πόνο.