Ο Σεϊντάρ Χαράν δεν σάλεψε.
Ο Ντεμάντρεντ άνοιξε το στόμα — και μια φωνή ήχησε σαν έκρηξη στο μυαλό του.
ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ.
Αν την έλεγες φωνή, θα ήταν σαν να έλεγες βότσαλο ένα βουνό. Σχεδόν τον έλιωσε μέσα στο κρανίο του· τον γέμισε με αγαλλίαση. Ο Ντεμάντρεντ έπεσε στα γόνατα. Ο Μυρντράαλ στεκόταν παρακολουθώντας αδιάφορα, όμως μόνο ένα μικρό κομμάτι του εαυτού του πρόσεχε εκείνο το πλάσμα, καθώς αυτή η φωνή γέμιζε το μυαλό του.
ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ. ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ;
Ποτέ δεν ήταν βέβαιος πόσα ήξερε ο Μέγας Άρχοντας για τον κόσμο. Τον είχε εκπλήξει κατά καιρούς τόσο η άγνοια όσο κι η γνώση του. Όμως δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το τι ήθελε να μάθει ο Μέγας Άρχοντας.
«Ο Ράχβιν είναι νεκρός, Μέγα Άρχοντα. Σκοτώθηκε χθες». Ένιωσε πόνο. Η υπέρμετρη ευφορία γρήγορα έγινε πόνος. Τα χέρια και τα πόδια του τρεμούλιασαν. Τώρα επίσης ίδρωνε. «Η Λανφίαρ χάθηκε από προσώπου γης, όπως ακριβώς κι ο Ασμόντιαν. Η Γκρένταλ λέει ότι η Μογκέντιεν δεν ήρθε να τη βρει όπως είχαν συμφωνήσει. Κι αυτό έγινε επίσης χθες, Μέγα Άρχοντα. Δεν πιστεύω στις συμπτώσεις».
ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ ΦΘΙΝΟΥΝ, ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ. ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΟΙ ΛΥΓΙΖΟΥΝ. ΟΣΟΙ ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΟΥΝ ΘΑ ΓΕΥΘΟΥΝ ΤΟΝ ΟΡΙΣΤΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ. Ο ΑΣΜΟΝΤΙΑΝ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΑΡΕΣΥΡΕ Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ. Ο ΡΑΧΒΙΝ, ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕ Η ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΤΟΥ. ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΚΑΛΑ, ΟΜΩΣ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΤΟΝ ΣΩΣΩ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΙΡΟΦΩΤΙΑ. ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΤΑΘΩ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Για μια στιγμή, ένας φρικτός θυμός πλημμύρισε εκείνη την απαίσια φωνή, και μια — να ήταν άραγε απογοήτευση; Μονάχα για μια στιγμή. ΤΟΝ ΕΞΟΝΤΩΣΕ Ο ΠΑΝΑΡΧΑΙΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΟΥ, ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΔΡΑΚΟΝΤΑΣ. ΘΑ ΔΕΧΟΣΟΥΝ ΝΑ ΕΞΑΠΟΛΥΣΕΙΣ ΜΟΙΡΟΦΩΤΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ, ΝΤΕΜΑΝΤΡΕΝΤ;
Ο Ντεμάντρεντ δίστασε. Ένας κόμπος ιδρώτα γλίστρησε μισό πόντο στο μάγουλό του· του φάνηκε ότι είχε κάνει μια ώρα για να κυλήσει. Επί έναν χρόνο στον Πόλεμο της Δύναμης, αμφότερες οι πλευρές είχαν χρησιμοποιήσει μοιροφωτιά. Ώσπου είχαν μάθει τις συνέπειες της. Δίχως συμφωνία ή ανακωχή —ποτέ δεν είχε υπάρξει ούτε ανακωχή ούτε έλεος— κάθε πλευρά απλώς σταμάτησε να τη χρησιμοποιεί. Ολόκληρες πόλεις είχαν χαθεί από τη μοιροφωτιά εκείνη τη χρονιά, εκατοντάδες χιλιάδες νήματα είχαν καεί κι είχαν εξαφανιστεί από το Σχήμα· παραλίγο θα καταλυόταν η ίδια η πραγματικότητα, με τον κόσμο και το σύμπαν να εξατμίζονται σαν ομίχλη. Αν εξαπολυόταν άλλη μια φορά η μοιροφωτιά, ίσως να μην απέμενε κόσμος για να τον κυβερνήσεις.
Υπήρχε κάτι ακόμα που τον ενοχλούσε. Ο Μέγας Άρχοντας ήδη γνώριζε πώς είχε πεθάνει ο Ράχβιν. Κι έμοιαζε να ξέρει περισσότερα για τον Ασμόντιαν απ’ όσα ήξερε ο Ντεμάντρεντ. «Πρόσταξε, Μέγα Άρχοντα, κι εγώ θα υπακούσω». Μπορεί οι μύες του να έτρεμαν, η φωνή του όμως ήταν σταθερή, αταλάντευτη. Τα γόνατά του είχαν αρχίσει να γεμίζουν φλύκταινες ακουμπώντας πάνω στον καυτό βράχο, όμως η σάρκα έμοιαζε ν’ ανήκει σε κάποιον άλλο.
ΦΥΣΙΚΆ.
«Μέγα Άρχοντα, ο Δράκοντας μπορεί να εξολοθρευτεί». Ένας νεκρός δεν θα ξανάπιανε μοιροφωτιά, κι ίσως τότε ο Μέγας Άρχοντας να μη την ξαναχρειαζόταν. «Είναι αμαθής κι αδύναμος, σκορπίζει τη προσοχή του σε πλήθος πράγματα. Ο Ράχβιν ήταν ματαιόδοξος και βλάκας. Εγώ·»
ΘΑ ’ΘΕΛΕΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΝΗ’ΜΠΛΙΣ;
Η γλώσσα του Ντεμάντρεντ πάγωσε. Νή’μπλις. Εκείνος που θα στεκόταν μόνο ένα βήμα κάτω από τον Μέγα Άρχοντα, προστάζοντας όλους τους άλλους. «Το μόνο που επιθυμώ είναι να σε υπηρετήσω, Μέγα Άρχοντα, μ’ όποιον τρόπο μπορώ». Νή’μπλις.
ΤΟΤΕ ΑΚΟΥΣΕ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ ΜΕ. ΑΚΟΥΣΕ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΖΗΣΕΙ.
Ο Ντεμάντρεντ ούρλιαξε όταν η φωνή έσκασε πάνω του. Δάκρυα χαράς κύλησαν στο πρόσωπό του.
Ο Μυρντράαλ, ασάλευτος, τον παρατηρούσε.
«Μην κουνιέσαι». Η Νυνάβε τίναξε τσατισμένη τη μακριά πλεξούδα της πάνω από τον ώμο της. «Δεν κάνουμε δουλειά, αν τινάζεστε σαν παιδάκια που τα έπιασε φαγούρα».
Οι γυναίκες που κάθονταν απέναντι της στο τραπέζι που παλαντζάριζε δεν έμοιαζαν μεγαλύτερες της, αν και την περνούσαν είκοσι χρόνια ή και παραπάνω, και δεν κουνιόνταν, αλλά η ζέστη είχε κάνει τη Νυνάβε νευρική. Το δίχως παράθυρα δωματιάκι φαινόταν πνιγηρό. Ο ιδρώτας έσταζε από πάνω της· εκείνες όμως έδειχναν δροσερές, στεγνές. Η Ληάνε, που φορούσε ένα Ντομανικό φόρεμα από υπερβολικά λεπτό ύψασμα, απλώς σήκωσε τους ώμους· η ψηλή γυναίκα με την μπρούντζινη επιδερμίδα έμοιαζε να διαθέτει απεριόριστα αποθέματα υπομονής. Συνήθως. Η Σιουάν από την άλλη, καστανόξανθη και με στιβαρό κορμί, δεν είχε σχεδόν καθόλου υπομονή.
Τώρα η Σιουάν μούγκρισε και ξανάσιαξε εκνευρισμένη τα φουστάνια της· συνήθως φορούσε απλά ρούχα, όμως εκείνο το πρωί είχε βάλει ένα ωραίο κίτρινο λινό φόρεμα, μ’ έναν Δακρυνά λαβύρινθο κεντημένο γύρω από το ντεκολτέ, το οποίο λίγο ακόμα και θα μπορούσε να είναι τολμηρό. Τα γαλανά μάτια της ήταν ψυχρά σαν νερό από βαθύ πηγάδι. Όσο κρύο θα ήταν το νερό ενός βαθιού πηγαδιού, αν δεν είχε τρελαθεί ο καιρός. Τα φορέματά της μπορεί να είχαν αλλάξει, τα μάτια της όμως όχι. «Όπως και να ’χει, δεν γίνεται», ξέσπασε. Παρόμοιος ήταν κι ο τρόπος ομιλίας της. «Δεν μπορείς να βουλώσεις την τρύπα του σκαριού όταν καίγεται ολόκληρο το καράβι. Αδίκως σπαταλάμε την ώρα μας, αλλά αφού το υποσχέθηκα, ας το κάνουμε. Η Ληάνε κι εγώ έχουμε δουλειές». Οι δύο τους διηύθυναν το δίκτυο των πληροφοριοδοτών των Άες Σεντάι εδώ στο Σαλιντάρ, τους πράκτορες που έστελναν αναφορές και φήμες για το τι συνέβαινε στον κόσμο.