Выбрать главу

Η Νυνάβε έσιαξε τα φουστάνια της για να ηρεμήσει. Το φόρεμά της ήταν από απλό άσπρο βαμβακερό, με επτά χρωματιστές ρίγες στον ποδόγυρο, μία για κάθε Ατζα. Το φόρεμα μιας Αποδεχθείσας. Την ενοχλούσε περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί. Θα προτιμούσε να είχε βάλει το πράσινο μεταξωτό που είχε αφήσει στις αποσκευές της. Παραδεχόταν με προθυμία ότι είχε μάθει να απολαμβάνει τα καλά ρούχα, τουλάχιστον κατ’ ιδίαν, όμως η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου φορέματος αποσκοπούσε μονάχα στην άνεση —ήταν ψιλό, ελαφρύ— κι όχι επειδή το πράσινο μάλλον ήταν ένα από τα αγαπημένα χρώματα του Λαν. Κάθε άλλο. Αυτό θα ήταν ονειροφαντασίωση του χείριστου είδους. Αν μια Αποδεχθείσα έβαζε κάτι άλλο εκτός από το λευκό φόρεμα με τις ρίγες, γρήγορα θα της μάθαιναν ότι ήταν πολύ κατώτερη από τις Άες Σεντάι. Στυλώθηκε και τα έδιωξε όλα αυτά από τον νου της. Δεν είχε έρθει εδώ για να κατατρίβεται με ασήμαντα πράγματα. Του Λαν του άρεσε και το γαλάζιο επίσης. Όχι!

Ψηλάφισε διακριτικά με τη Μία Δύναμη πρώτα τη Σιουάν κι ύστερα τη Ληάνε. Κατά μία έννοια, δεν διαβίβαζε. Δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε στάλα, αν δεν ήταν θυμωμένη, δεν μπορούσε καν να νιώσει την Αληθινή Πηγή. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το ίδιο. Ψιλά νημάτια του σαϊντάρ, του θηλυκού μισού της Αληθινής Πηγής, ανασάλεψαν ανάμεσα στις δύο γυναίκες, υφασμένα απ’ αυτήν. Απλώς δεν τα δημιουργούσε η ίδια.

Στον αριστερό καρπό της η Νυνάβε φορούσε ένα λεπτό μπρασελέ, ένα απλό αρθρωτό βραχιόλι, φτιαγμένο από ασήμι. Κυρίως από ασήμι, για την ακρίβεια, και με συγκεκριμένη προέλευση, αν κι αυτό δεν έπαιζε ρόλο. Ήταν το μοναδικό κόσμημα που φορούσε εκτός από το δαχτυλίδι με το Μεγάλο Ερπετό· στις Αποδεχθείσες απαγορευόταν αυστηρά να φορούν πολλά κοσμήματα. Ένα ασορτί περιδέραιο κουλουριαζόταν σφιχτά στον λαιμό της τέταρτης γυναίκας, η οποία καθόταν σε ένα σκαμνί δίπλα στον επενδυμένο με γύψο τοίχο, έχοντας σταυρωμένα τα χέρια στα γόνατά της. Φορούσε φόρεμα αγρότισσας από τραχύ καφέ μαλλί, είχε το κουρασμένο, αδρό πρόσωπο αγρότισσας, και δεν ίδρωνε ούτε κόμπο. Ούτε και σάλευε καθόλου, όμως τα μαύρα μάτια της παρακολουθούσαν τα πάντα. Το βλέμμα της Νυνάβε αποκάλυπτε ότι τη γυναίκα την περιέβαλλε η ακτινοβολία του σαϊντάρ, όμως η ίδια η Νυνάβε ήταν εκείνη που κατηύθυνε τη διαβίβαση. Το βραχιόλι και το περιδέραιο δημιουργούσαν έναν σύνδεσμο μεταξύ τους, κάτι που έμοιαζε αρκετά με τον τρόπο που συνδέονταν μεταξύ τους οι Άες Σεντάι για να συνδυάσουν τη δύναμή τους. Αυτό κάτι είχε να κάνει με «απολύτως πανομοιότυπες μήτρες αναφοράς», σύμφωνα με την Ηλαίην, όμως από κει και μετά η εξήγηση γινόταν πραγματικά ακατάληπτη. Κατά τη γνώμη της Νυνάβε, πάντως, η Ηλαίην δεν καταλάβαινε έστω και τα μισά απ’ όσα προσποιόταν ότι καταλάβαινε. Η Νυνάβε προσωπικά δεν καταλάβαινε τίποτα, απλώς ένιωθε κάθε συναίσθημα της άλλης γυναίκας, ένιωθε την ίδια τη γυναίκα, χωμένη όμως σε μια γωνίτσα του μυαλού της, κι επίσης είχε υπό τον έλεγχό της το σαϊντάρ που έπιανε η άλλη. Μερικές φορές σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερο αν η γυναίκα στο σκαμνί είχε πεθάνει. Σίγουρα θα ήταν πιο απλά τα πράγματα. Πιο καθαρά.

«Υπάρχει κάτι σχισμένο ή κομμένο», μουρμούρισε η Νυνάβε, σκουπίζοντας αφηρημένα τον ιδρώτα του προσώπου της. Ήταν μια αόριστη εντύπωση, απειροελάχιστη, αλλά ήταν η πρώτη φορά που είχε νιώσει κάτι άλλο εκτός από την αδειανοσύνη. Μπορεί να ήταν η φαντασία της, η απελπισμένη επιθυμία της να βρει κάτι, οτιδήποτε.

«Αποκοπή», είπε η γυναίκα στο σκαμνί. «Έτσι το έλεγαν, πριν το ονομάσετε σιγάνεμα για τις γυναίκες κι ειρήνεμα για τους άνδρες».

Τρία κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της· τρία ζευγάρια μάτια την αγριοκοίταξαν με οργή. Η Σιουάν κι η Ληάνε ήταν Άες Σεντάι, ώσπου τις είχαν σιγανέψει στο πραξικόπημα του Λευκού Πύργου, με το οποίο η Ελάιντα είχε γίνει Έδρα της Άμερλιν. Σιγάνεμα. Μια λέξη που έφερνε ρίγος. Δεν θα διαβίβαζαν ποτέ ξανά. Αλλά πάντα θα θυμούνταν και πάντα θα ήξεραν την απώλεια. Πάντα θα ένιωθαν την Αληθινή Πηγή και θα ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν να την ξαναγγίξουν ποτέ. Το σιγάνεμα, όπως ο θάνατος, δεν Θεραπευόταν.