Выбрать главу

«Μιν, δεν—»

«Μοιάζω με άνδρα; Με άλογο;» Με μια γοργή δρασκελιά τον έφτασε και βολεύτηκε στα γόνατά του.

«Μιν», της είπε, εμβρόντητος, «τι κάνεις;»

«Σε πείθω πως είμαι γυναίκα, κοκορόμυαλε. Δεν μοιάζω με γυναίκα; Δεν μυρίζω σαν γυναίκα;» Τώρα που το πρόσεχε, η Μιν ανέδιδε μια αχνή ευωδιά λουλουδιών. «Δεν δίνω την αίσθηση—; Τέλος πάντων, φτάνει τόσο. Απάντησε στην ερώτησή μου, βοσκέ».

Αυτό που καταπράυνε την κατάπληξή του ήταν οι λέξεις «βοσκός» και «κοκορόμυαλος». Η αλήθεια ήταν ότι ήταν όμορφα όπως καθόταν στα γόνατά του. Αλλά ήταν η Μιν, που τον περνούσε για χωριατόπαιδο με σανό στα μαλλιά κι ελάχιστο μυαλό στο κεφάλι του. «Μα το Φως, Μιν, ξέρω ότι είσαι γυναίκα. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Είσαι επίσης φίλη μου. Απλώς νιώθω άνετα μαζί σου. Δεν πειράζει αν με περνάς για βλάκα. Μπορώ να σου λέω πράγματα τα οποία δεν θα έλεγα σε κανέναν άλλο, ούτε καν στον Ματ ή τον Πέριν. Όταν είμαι δίπλα σου, οι κόμποι λύνονται, το σφίξιμο στους ώμους που δεν το ένιωθα καν χάνεται. Με καταλαβαίνεις, Μιν; Μ’ αρέσει να είμαι κοντά σου. Μου έλειψες».

Εκείνη σταύρωσε τα χέρια της και τον λοξοκοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια· αν το πόδι της έφτανε στο πάτωμα, σίγουρα θα το χτυπούσε ρυθμικά. «Λες τόσα και τόσα για την Ηλαίην. Και γι’ αυτή την... Αβιέντα; Ποια είναι αυτή, παρεμπιπτόντως; Μου φαίνεται πως τις αγαπάς και τις δύο. Α, σταμάτα να τινάζεσαι. Μου χρωστάς απαντήσεις. Ακούς εκεί να λες ότι δεν είμαι— Απάντησέ μου. Αγαπάς και τις δύο;»

«Ίσως ναι», είπε αυτός αργά. «Που να με βοηθήσει το Φως, νομίζω ναι. Αυτό σημαίνει ότι είμαι αναίσχυντος, Μιν, ή απλώς ένας άπληστος βλάκας;» Εκείνη άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε· κούνησε το κεφάλι της θυμωμένα κι έσφιξε τα χείλη. Αυτός συνέχισε βιαστικά, πριν προλάβει να του πει τι από τα δυο είχε διαλέξει που του ταίριαζε· δεν ήθελε να το ακούσει από τα χείλη της. «Ούτως ή άλλως δεν έχει σημασία πια. Τελείωσε. Έδιωξα την Αβιέντα, και δεν θα την αφήσω να ξαναγυρίσει. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να πλησιάσει ούτε στο ένα μίλι είτε αυτήν είτε την Ηλαίην, δέκα μίλια αν μπορέσω».

«Για όνομα...! Γιατί, Ραντ; Τι σου δίνει το δικαίωμα να κάνεις μια τέτοια επιλογή εκ μέρους τους;»

«Μα δεν βλέπεις, Μιν; Είμαι στόχος. Όποια γυναίκα αγαπήσω θα γίνει κι αυτή στόχος. Ακόμα κι αν το βέλος σημαδεύει εμένα, ίσως πετύχει αυτήν. Μπορεί να σημαδεύει αυτήν». Με βαριά την ανάσα, έγειρε πίσω με τα μπράτσα του στα σκαλισμένα με τριαντάφυλλα μπράτσα της καρέκλας. Εκείνη έστριψε λιγάκι, τον περιεργάστηκε με την πιο σοβαρή έκφραση που είχε δει ποτέ του στο πρόσωπό της. Η Μιν πάντα χαμογελούσε, όλο έβρισκε μια εύθυμη νότα στον κόσμο. Πάλι καλά που δεν χαμογελούσε τώρα· κι ο ίδιος ήταν θανάσιμα σοβαρός. «Ο Λαν μου είπε ότι εκείνος κι εγώ είμαστε όμοιοι σε μερικά πράγματα, κι αυτό είναι αλήθεια. Είπε ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακτινοβολούν θάνατο. Αυτός. Εγώ. Όταν ερωτευτεί ένας τέτοιος άνδρας, το καλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει στη γυναίκα είναι να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από κοντά της. Το καταλαβαίνεις, ε;»

«Αυτό που καταλαβαίνω...» Έμεινε βουβή για μια στιγμή. «Πολύ καλά. Είμαι φίλη σου, και χαίρομαι που το ξέρεις, αλλά μη νομίζεις ότι θα σηκώσω τα χέρια. Θα σε πείσω ότι δεν είμαι ούτε άνδρας ούτε άλογο».

«Μιν, είπα ότι—»

«Α, όχι, βοσκέ. Αυτό δεν φτάνει». Σπαρτάρισε στα γόνατά του με τρόπο που τον έκανε να ξεροβήξει, και τον χτύπησε με το δάχτυλο στο στήθος. «Θέλω δάκρια στα μάτια σου όταν θα το λες. Θέλω να σου τρέχουν τα σάλια στο πηγούνι και τη φωνή σου να τραυλίζει. Μη νομίζεις ότι δεν θα μου το πληρώσεις».

Ο Ραντ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. «Μιν, στ’ αλήθεια χαίρομαι που είσαι εδώ. Το μόνο που βλέπεις μπροστά σου είναι ένας άξεστος από τους Δύο Ποταμούς, ε;»

Η διάθεσή της άλλαξε αστραπιαία. «Βλέπω εσένα, Ραντ», του είπε, με παράξενα χαμηλή φωνή. «Βλέπω εσένα». Ξερόβηξε κι άλλαξε στάση σεμνότυφα, με τα χέρια στα γόνατα. Αν μπορούσες να πεις ότι καθόταν σεμνότυφα εκεί πέρα. «Ας συνεχίσω να σου λέω γιατί ήρθα. Όπως φαίνεται, ξέρεις για το Σαλιντάρ. Πρέπει να σου πω ότι αυτό θα προκαλέσει έκπληξη. Αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι δεν ήρθα μόνη μου. Υπάρχει μια αντιπροσωπεία του Σαλιντάρ στο Κάεμλυν, που ήρθε να σε δει».

Ο Λουζ Θέριν μουρμούρισε, σαν μπουμπουνητό στο βάθος. Μετά την Αλάνα και τη δέσμευση πάντα τον ξεσήκωσε οποιαδήποτε αναφορά στις Άες Σεντάι, αν και με τον Τάιμ ήταν χειρότερα.

Παρά τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν, ο Ραντ παραλίγο θα χαμογελούσε. Το είχε υποψιαστεί από τη στιγμή που η Μιν του είχε δώσει το γράμμα από την Ηλαίην. Η επιβεβαίωση ήταν σχεδόν απόδειξη ότι ήταν φοβισμένες, ακριβώς όπως πίστευε. Τι άλλο μπορεί να ήταν, αυτές οι εξεγερθείσες που είχαν αναγκαστεί να κρυφτούν στα σύνορα του τόπου όπου εξουσίαζαν οι Λευκομανδίτες; Μάλλον παρακαλούσαν να βρουν πώς θα ξανατρύπωναν στον Λευκό Πύργο, κι αγωνιούσαν για τον τρόπο που θα ξανακέρδιζαν την εύνοια της Ελάιντα. Απ’ όσα ήξερε για την Ελάιντα, ήταν μικρή η πιθανότητα για κάτι τέτοιο, και σίγουρα το ήξεραν καλύτερα απ’ αυτόν. Αν είχαν στείλει αντιπροσωπεία στον Αναγεννημένο Δράκοντα, σε έναν άνδρα που μπορούσε να διαβιβάζει, τότε πρέπει να ήταν σχεδόν έτοιμες να δεχθούν την προστασία του. Σ’ αυτό διέφεραν από την Ελάιντα, που νόμιζε πως μπορούσε να τον εξαγοράσει, και μάλλον πίστευε πως θα τον είχε σε κλουβί σαν ωδικό σπουργίτι. Οι νεφελώδεις υποσχέσεις της Εγκουέν για τις Άες Σεντάι που τον υποστήριζαν θα εκπληρώνονταν.