Выбрать главу

Εκείνη τινάχτηκε ελαφρά ακούγοντας τον ήχο της φωνής του. «Στο αγρόκτημα;»

«Πιο σωστά, είναι σχολή. Για τους άνδρες που ήρθαν για την αμνηστία».

Η Μιν χλώμιασε. «Όχι, δεν νομίζω... Θα με περιμένει η Μεράνα να της τα πω. Και πρέπει να μεταφέρω τους κανόνες σου το συντομότερο δυνατόν. Μπορεί κάποια να βρεθεί στην Έσω Πόλη και δεν θα ήθελες... Πρέπει να φεύγω».

Ο Ραντ δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δίχως καν να συναντήσει κανέναν από τους μαθητές του, τους φοβόταν, τους άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάζουν, άνδρες που ήθελαν να διαβιβάζουν. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη θα ήταν κατανοητό, μα ο ίδιος μπορούσε να διαβιβάζει, κι η Μιν δεν δίσταζε να του ανακατεύει τα μαλλιά και να του χώνει αγκωνιές στα πλευρά και να τον βρίζει κατάμουτρα. «Θέλεις συνοδεία για να γυρίσεις στο Στέμμα των Ρόδων; Στ’ αλήθεια κυκλοφορούν πορτοφολάδες, ακόμα και μέρα-μεσημέρι. Δεν είναι πολλοί, αλλά δεν θα ήθελα να πάθεις τίποτα».

Το γέλιο της έδειχνε ίχνη νευρικότητας. Είχε ταραχτεί στ’ αλήθεια με το αγρόκτημά του. «Ήξερα να προφυλάγομαι όταν εσύ ακόμα βοσκούσες πρόβατα, χωριατόπαιδο». Ξαφνικά, βρέθηκε να κρατά ένα μαχαίρι στο κάθε χέρι της· με μια επιδεικτική χειρονομία, τα ξανάχωσε στα μανίκια της, αν κι όχι τόσο επιδέξια όσο τα είχε βγάλει. Με πιο σοβαρό τόνο, του είπε, «Πρέπει να φυλάγεσαι, Ραντ. Αναπαύσου. Δείχνεις κουρασμένος». Αναπάντεχα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, τέντωσε το κεφάλι και του άφησε στα χείλη ένα απαλό φιλί. «Κι εγώ χάρηκα που σε είδα, βοσκέ». Μ’ ένα ακόμα γέλιο, που αυτό έδειχνε αγαλλίαση, βγήκε από το δωμάτιο.

Μουρμουρίζοντας μόνος του, ο Ραντ ξαναφόρεσε το σακάκι του και πήγε στην κρεβατοκάμαρά του για να φέρει το σπαθί του από τα βάθη της ντουλάπας του, που ήταν ένα σκούρο έπιπλο με σκαλισμένα τριαντάφυλλα, τόσο ψηλό και πλατύ που έφτανε για τα ρούχα τεσσάρων ανδρών. Κακώς έβαζε πονηρές ιδέες στο νου του. Η Μιν απλώς διασκέδαζε. Αναρωτήθηκε πόσο ακόμα θα συνέχιζε να τον κοροϊδεύει για εκείνο που του είχε ξεφύγει.

Στη μια τσέπη του σακακιού έβαλε ένα υφασμάτινο πουγκί μεσαίου μεγέθους, που κουδούνισε όταν το πήρε από κάτω από τις κάλτσες του, που ήταν σε μια ραφιέρα με ενσφηνωμένα λαζούρια· στην άλλη, πάνω από το ανγκριάλ του, έβαλε ένα πολύ μικρότερο από βελούδο. Ο αργυροχόος που είχε φτιάξει τα περιεχόμενα του μεγάλου είχε χαρεί που θα δούλευε για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι είχε προσπαθήσει να αρνηθεί να πληρωθεί, κάνοντάς το μόνο από την τιμή που ένιωθε. Ο χρυσοχόος που είχε κάνει το αντικείμενο στο άλλο πουγκί είχε ζητήσει το τετραπλάσιο απ’ όσο άξιζε κατά τον Μπασίρε η δουλειά, κι είχε χρειαστεί να στέκονται δύο Κόρες από πάνω του μέχρι να τελειώσει.

Ο Ραντ είχε εδώ και καιρό στο νου του αυτό το ταξίδι στο αγρόκτημα. Δεν του άρεσε ο Τάιμ, κι ο Λουζ Θέριν άφριζε όταν ήταν κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να αποφεύγει εκείνο το μέρος. Ειδικά τώρα. Απ’ όσο ήξερε, ο Τάιμ είχε μπορέσει να κρατήσει τους μαθητές του μακριά από την πόλη —τουλάχιστον ο Ραντ δεν είχε ακούσει για κανένα περιστατικό, κι αν είχε γίνει κάτι θα το είχε μάθει— όμως η είδηση για τη Μεράνα και την αντιπροσωπεία κάποια στιγμή θα έφταναν στο αγρόκτημα, με τα κάρα που μετέφεραν προμήθειες, ή με τους καινούριους μαθητές, και, όπως συνέβαινε με τις φήμες, οι εννιά Άες Σεντάι θα γινόταν εννιά Κόκκινες αδελφές ή ενενήντα που κυνηγούσαν άνδρες για να τους ειρηνέψουν. Σαν αποτέλεσμα, μπορεί κάποιοι μαθητές να το έσκαγαν μέσα στη νύχτα, ή να έρχονταν στο Κάεμλυν για να δώσουν το πρώτο πλήγμα, αλλά σε οποιαδήποτε περίπτωση έπρεπε να το σταματήσει πριν εκδηλωθεί.

Ήδη στο Κάεμλυν κυκλοφορούσαν υπερβολικά πολλές φήμες για Άες Σεντάι, κι αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που ήθελε να πάει στο αγρόκτημα. Σύμφωνα με τις διαδόσεις στο δρόμο, η Αλάνα κι η Βέριν κι οι κοπέλες από τους Δύο Ποταμούς είχαν γίνει ο μισός Πύργος, κι υπήρχαν άλλες ιστορίες για Άες Σεντάι που τρύπωναν στην πόλη και γλιστρούσαν από τις πύλες μέσα στη νύχτα. Η ιστορία της Άες Σεντάι που Θεράπευε αδέσποτα γατιά ήταν τόσο διαδεδομένη που σχεδόν την πίστευε κι ο ίδιος, αλλά οι απόπειρες του Μπασίρε να εντοπίσει αυτή τη φήμη ήταν εξίσου δίχως ουσία όσο κι η ιστορία ότι οι γυναίκες που συνόδευαν παντού τον Αναγεννημένο Δράκοντα ήταν στην πραγματικότητα μεταμφιεσμένες Άες Σεντάι.

Ο Ραντ γύρισε ασυναίσθητα και το βλέμμα του έπεσε σ’ έναν τοίχο περιζωμένο με λευκά ανάγλυφα λιοντάρια και ρόδα, ατενίζοντας πέρα απ’ αυτόν. Η Αλάνα δεν ήταν πια στο Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν. Αν δεν ήταν Άες Σεντάι, ο Ραντ θα έλεγε ότι τα νεύρα της ήταν τεντωμένα έτοιμα να σπάσουν. Είχε ξυπνήσει την προηγούμενη νύχτα κι ήταν σίγουρος ότι η Αλάνα σιγόκλαιγε· τόσο δυνατή ήταν εκείνη η αίσθηση. Μερικές φορές ξεχνούσε ότι η Αλάνα ήταν εκεί — μέχρι που συνέβαινε κάτι, όπως το ότι τον είχε ξυπνήσει. Ο Ραντ σκεφτόταν ότι στ’ αλήθεια μπορούσες να συνηθίσεις τα πάντα. Αυτό το πρωινό η Αλάνα ένιωθε επίσης... προσμονή· αυτή έμοιαζε να είναι η σωστή λέξη. Ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα όλο το Κάεμλυν ότι το νήμα της στάθμης μεταξύ των ματιών του και της Αλάνα έφτανε στο Στέμμα των Ρόδων. Θα έβαζε στοίχημα ότι η Βέριν ήταν μαζί της. Δεν ήταν εννιά οι Άες Σεντάι. Ήταν έντεκα.