Выбрать главу

Ένας άνδρας με μαύρο σακάκι, κοντά μεσήλικας, στάθηκε μπροστά στον Ραντ. Είχε σουβλερή μύτη και το στόμα του στράβωνε περιφρονητικά. «Ποιος είσαι του λόγου σου;» απαίτησε να μάθει με Ταραμπονέζικη προφορά. «Μάλλον ήρθες στον Μαύρο Πύργο για να μάθεις, ε; Έπρεπε να περιμένεις στο Κάεμλυν να σε φέρει η άμαξα. Θα είχες άλλη μια μέρα να χαρείς το ωραίο σακάκι σου».

«Είμαι ο Ραντ αλ’Θόρ», είπε ήσυχα ο Ραντ. Ήσυχα για να μην ξεσπάσει με θυμό. Δεν στοίχιζε τίποτα να είσαι ευγενικός, κι αν αυτός ο βλάκας δεν το καταλάβαινε γρήγορα...

Αντιθέτως, η περιφρόνηση έγινε ακόμα πιο έντονη. «Α, εσύ είσαι, λοιπόν». Κοίταξε αυθάδικα τον Ραντ από την κορφή ως τα νύχια. «Δεν μου φαίνεσαι σπουδαίος. Νομίζω ότι κι εγώ ο ίδιος θα μπορούσα—» Μια ροή Αέρα στερεοποιήθηκε και τον χτύπησε λίγο κάτω από το αυτί, κι αυτός σωριάστηκε κάτω.

«Καμιά φορά χρειάζεται να επιβάλουμε την πειθαρχία με σκληρό τρόπο», είπε ο Τάιμ, που ήρθε και στάθηκε πάνω από τον σωριασμένο άνδρα. Η φωνή του ήταν πρόσχαρη, αλλά τα σκοτεινά, γερτά μάτια του κοίταζαν με φονική διάθεση τον άνδρα που είχε χτυπήσει. «Δεν μπορείς να λες σε κάποιον ότι έχει τη δύναμη να σείσει τον κόσμο και μετά να νομίζεις ότι θα αλαφροπατά». Οι Δράκοντες που απλώνονταν σε σειρές στα μανίκια του μαύρου σακακιού του λαμπύριζαν στο φως· οι χρυσοκέντητοι φυσικά κι έλαμπαν, αλλά τι έκανε τους γαλάζιους να αστράφτουν έτσι; Ξαφνικά, ύψωσε τη φωνή του. «Κίσμαν! Ροσαίντ! Πάρτε από δω τον Τόλβαρ και καταβρέξτε τον να ξυπνήσει. Μη τυχόν και τον Θεραπεύσετε. Ίσως ο πονοκέφαλος του μάθει να μετρά τα λόγια του».

Δύο άνδρες με μαύρα σακάκια, νεότεροι από τον Ραντ, ήρθαν τρέχοντας κι έσκυψαν πάνω από τον Τόλβαρ, κι ύστερα δίστασαν, κοιτώντας τον Τάιμ. Μετά από μια στιγμή, ο Ραντ ένιωσε να τους γεμίζει το σαϊντίν· οι ροές του Αέρα σήκωσαν το νωθρό κορμί του Τόλβαρ, κι οι δυο τους απομακρύνθηκαν τρέχοντας με τον άλλο να αιωρείται ανάμεσά τους.

Έπρεπε να τον είχα σκοτώσει εδώ και καιρό, είπε λαχανιασμένα ο Λουζ Θέριν. Έπρεπε... έπρεπε... Απλώθηκε προς την Πηγή.

Όχι, που να καείς! σκέφτηκε ο Ραντ. Όχι, δεν θα το κάνεις! Είσαι μόνο μια φωνή! Μ’ ένα αλύχτημα που ξεθώριασε, ο Λουζ Θέριν το έσκασε.

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ο Τάιμ τον κοίταζε, μ’ εκείνη τη σχεδόν χαμογελαστή έκφραση. «Τους διδάσκεις Θεραπεία;»

«Πρώτα-πρώτα, τα λίγα που ξέρω. Πριν καν τους διδάξω πώς να μην ιδρώνουν μέχρι θανάτου σ’ αυτόν τον καιρό. Το όπλο χάνει τη χρησιμότητά του αν χαλάσει με το πρώτο χτύπημα. Μέχρι τώρα, ένας σκοτώθηκε επειδή άντλησε πολλή Δύναμη, τρεις πυρπολήθηκαν, αλλά ακόμα κανείς δεν πέθανε από τραύμα σπαθιού». Πρόσδωσε μεγάλη περιφρόνηση στη λέξη «σπαθί».

«Καταλαβαίνω», είπε απλά ο Ραντ. Ένας νεκρός και τρεις πυρπολημένοι. Άραγε ήταν αντίστοιχος ο αριθμός που έχαναν οι Άες Σεντάι στον Πύργο; Εκείνες όμως προχωρούσαν αργά. Είχαν αυτή τη δυνατότητα. «Τι είναι αυτός ο Μαύρος Πύργος που έλεγε; Δεν μ’ αρέσει αυτό που ακούω, Τάιμ». Ο Λουζ Θέριν ακόμα βογκούσε κι αγκομαχούσε σχεδόν άναρθρα.

Ο άνδρας με τη γερακίσια μύτη σήκωσε τους ώμους, κοιτάζοντας το αγρόκτημα και τους μαθητές καμαρωτά σαν να ήταν δικά του. «Ένα όνομα που χρησιμοποιούν οι μαθητές. Δεν μπορούσαμε να το αποκαλούμε συνεχώς “αγρόκτημα”. Δεν το ένιωθαν σωστό· ήθελαν κάτι άλλο. Ο Μαύρος Πύργος για να εξισορροπήσει τον Λευκό Πύργο». Έγειρε το κεφάλι, κοιτάζοντας τον Ραντ σχεδόν λοξά. «Μπορώ να το καταπνίξω, αν θέλεις. Δεν είναι δύσκολο να πάρεις μια λέξη από το στόμα των ανθρώπων».

Ο Ραντ Ήταν εύκολο να τους πάρεις τη λέξη από το στόμα, όχι όμως από το νου. Κάπως έπρεπε να το ονομάσουν. Δεν το είχε σκεφτεί. Γιατί όχι Μαύρο Πύργο; Αν και το όνομα τον έκανε να χαμογελά, τώρα που έβλεπε το αγροτόσπιτο και το σκελετό, που ήταν μεγαλύτερος μεν αλλά ήταν ξύλινος. «Άσ’ το έτσι». Ίσως κι ο Λευκός Πύργος να είχε εξίσου ταπεινές απαρχές. Όχι ότι ο Μαύρος Πύργος θα είχε χρόνο να μεγαλώσει και να συναγωνιστεί τον Λευκό Πύργο. Η σκέψη του έδιωξε το χαμόγελο, κι ο Ραντ κοίταξε λυπημένα τα παιδιά. Έπαιζε κι ο ίδιος σαν κι αυτό, υποκρινόμενος ότι υπήρχε πιθανότητα να φτιάξει κάτι που ίσως διαρκούσε. «Συγκέντρωσε τους μαθητές, Τάιμ. Έχω να τους πω μερικά πράγματα».

Είχε έρθει περιμένοντας ότι θα μαζεύονταν γύρω του και τότε θα έβλεπε πόσοι ήταν, ότι ίσως θα τους μιλούσε από την καρότσα του ξεχαρβαλωμένου κάρου που τώρα δεν φαινόταν πουθενά. Ο Τάιμ όμως είχε μια εξέδρα απ’ όπου έκανε ομιλίες, ένα απλό κομμάτι μαύρης πέτρας καθαρό και γυαλισμένο με τόση επιμέλεια που γυάλιζε στον ήλιο σαν καθρέφτης, με δύο βήματα σκαλισμένα από πίσω. Ήταν τοποθετημένη σε μια ανοιχτή περιοχή πέρα από το αγροτόσπιτο, και το έδαφος ήταν γυμνό, πατημένο και σκληρό ολόγυρα του. Οι γυναίκας και τα παιδιά μαζεύτηκαν σε μια μεριά για να δουν και να ακούσουν.