Выбрать главу

Ο Τάιμ πλησίασε μουδιασμένα την εξέδρα κι ο Ραντ έσκυψε για να καρφιτσώσει το ασημένιο σπαθί στο ψηλό κολάρο του σακακιού του. Έμοιαζε να αστράφτει ακόμα πιο δυνατά στο κατάμαυρο μάλλινο ύφασμα. Το πρόσωπο του Τάιμ ήταν ανέκφραστο σαν την πέτρα κάτω από τις μπότες του Ραντ. Ο Ραντ του έδωσε το πουγκί, ψιθυρίζοντας, «Δώσε τα αυτά σε όποιους νομίζεις πως είναι έτοιμοι. Αρκεί να είσαι σίγουρος ότι είναι έτοιμοι».

Ίσιωσε το κορμί, ευχήθηκε να έφταναν· δεν περίμενε τόσους πολλούς. «Οι Αφοσιωμένοι που θα αναπτύσσουν αρκετά τις ικανότητές τους, θα αποκαλούνται Άσα’μαν και θα φοράνε αυτό». Έβγαλε το μικρό βελούδινο πουγκί και σήκωσε ψηλά τα περιεχόμενά του. Το φως του ήλιου αστραφτοβόλησε στο περίτεχνα δουλεμένο χρυσάφι και το βαθυκόκκινο φινίρισμα. Μια φιδίσια μορφή ολόιδια με εκείνη στο λάβαρο του Δράκοντα. Την έβαλε κι αυτήν στο κολάρο του Τάιμ, από την άλλη μεριά, έτσι ώστε το σπαθί κι ο Δράκοντας να λάμπουν πλάι στο λαιμό του. «Υποθέτω ότι εγώ ήμουν ο πρώτος Ασα’μαν», είπε ο Ραντ στους μαθητές, «Αλλά ο Μάζριμ Τάιμ είναι ο δεύτερος». Πλάι στο πρόσωπο του Τάιμ, η πέτρα θα φάνταζε μαλακιά· τι είχε πάθει αυτός ο άνθρωπος; «Ελπίζω τελικά να γίνετε όλοι σας Άσα’μαν, όμως είτε γίνετε είτε όχι, να θυμάστε πως είμαστε όλοι στρατιώτες. Θα βρούμε πολλές μάχες στο δρόμο μας, ίσως όχι πάντα εκείνες που περιμένουμε, και στο τέλος θα είναι η Τελευταία Μάχη. Το Φως να δώσει να είναι η τελευταία. Αν το Φως μας φωτίσει, θα νικήσουμε. Θα νικήσουμε επειδή πρέπει να νικήσουμε».

Κανονικά θα έπρεπε να ακουστούν κάποιες ζητωκραυγές όταν σταμάτησε. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του ρήτορα που έκανε τους ανθρώπους να χοροπηδούν και φωνάζουν, όμως αυτοί οι άνδρες ήξεραν το λόγο που βρίσκονταν εδώ. Λέγοντάς τους ότι θα νικούσαν έπρεπε να έχει προκαλέσει κάποια αντίδραση, όσο υποτονική κι αν θα ήταν. Του είχε απαντήσει μονάχα η σιωπή.

Ο Ραντ πήδηξε κάτω από την πέτρινη εξέδρα κι ο Τάιμ διέταξε, «Επιστρέψτε στα μαθήματα και τις δουλειές σας». Οι μαθητές —οι στρατιώτες— τράβηξαν το δρόμο τους σχεδόν εξίσου σιωπηλά όσο στέκονταν, μ’ ελάχιστα μουρμουρητά και χαμηλόφωνες κουβέντες. Ο Τάιμ έδειξε το αγροτόσπιτο. Τόσο σφιχτά κρατούσε το πουγκί με τα σπαθιά-καρφίτσες που ήταν θαύμα που δεν τον τρυπούσε κανένα μέσα από το πανί. «Θα είχε χρόνο ο Άρχοντας Δράκοντάς μου για ένα ποτήρι κρασί;»

Ο Ραντ ένευσε· ήθελε να μπουν στην ουσία πριν επιστρέψει στο παλάτι.

Το μπροστινό δωμάτιο του αγροτόσπιτου ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς, ένα γυμνό δάπεδο σκουπισμένο στην εντέλεια, αταίριαστες μαύρες καρέκλες με οριζόντια πηχάκια στη ράχη μπροστά σε τζάκι από κόκκινα τούβλα τόσο καθαρό που δεν θα πίστευες ότι είχε ανάψει ποτέ φωτιά εκεί. Ένα μικρό τραπεζάκι ήταν καλυμμένο με ένα λευκό ύφασμα με κεντημένα λουλούδια στην άκρη. Η Σόρα Γκρέηντυ μπήκε βουβά κι άφησε ένα ξύλινο δίσκο στο τραπεζάκι, που είχε μια ανοιχτογάλανη καράφα κρασί και δύο ποτήρια με λευκό φινίρισμα. Ο Ραντ πίστευε πως μετά από τόσον καιρό το βλέμμα της δεν θα τον πονούσε, όμως η κατηγορία στα μάτια της τον έκανε να χαρεί όταν εκείνη έφυγε. Μετά, συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα ίδρωνε. Ο Τάιμ πέταξε το πουγκί στο δίσκο κι άδειασε μονορούφι το ποτήρι του.

«Δεν διδάσκεις στις γυναίκες το κόλπο για να μην ιδρώνουν;» ρώτησε ο Ραντ. «Είναι άσπλαχνο να τις αφήνεις να ιδρώνουν ενώ οι άνδρες τους όχι».

«Οι περισσότερες δεν θέλουν να ασχοληθούν καθόλου», είπε απότομα ο Τάιμ. «Οι σύζυγοι τους κι οι αγαπητικοί τους προσπαθούν να τους το διδάξουν, όμως οι περισσότερες αρνιούνται ακόμα και να ακούσουν. Βλέπεις, μπορεί να έχει σχέση με το σαϊντίν».

Ο Ραντ κοίταξε το σκούρο κρασί στο ποτήρι του. Έπρεπε να προσέχει εδώ. Δεν έπρεπε να ξεσπάσει με αφορμή μικροενοχλήσεις. «Χαίρομαι που πάει τόσο καλά η στρατολόγηση. Είπες ότι θα έφτανες σε ισοδύναμη θέση με τον Πύργο... τον Λευκό Πύργο...» Λευκός Πύργος, Μαύρος Πύργος. Πώς θα το παρουσίαζαν άραγε στα παραμύθια; Αν γράφονταν ποτέ. «...σε λιγότερο από ένα χρόνο, κι αν συνεχίσεις μ’ αυτό το ρυθμό, θα πετύχεις. Δεν καταλαβαίνω πώς βρίσκεις τόσους πολλούς».

«Αν χτενίσεις καλά την άμμο», είπε παγωμένα ο Ραντ, «κάποια στιγμή θα βρεις ψήγματα χρυσού. Αυτό τώρα το αφήνω στα χέρια άλλων, με εξαίρεση κανένα ταξιδάκι πού και πού. Είναι ο Ντάμερ, ο Γκρέηντυ, καμιά δωδεκαριά άνδρες τους οποίους μπορώ να εμπιστευτώ να μείνουν μόνοι για μια μέρα· είναι σε ηλικία που δεν θα κάνουν βλακείες, κι υπάρχουν αρκετοί νεαροί με τη δύναμη, έστω κι οριακά, να ανοίξουν πύλη, για να συνοδεύσουν τους μεγαλύτερους που δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Θα έχεις τους χίλιους άνδρες που είπαμε πριν κλείσει χρόνος. Τι γίνεται με κείνους που στέλνω στο Κάεμλυν. Τους έχεις μετατρέψει σε στρατό, ή ακόμα όχι; Έχεις εκεί χίλιους άνδρες και περισσότερους».