Выбрать главу

«Αυτό το αφήνω στον Μπασίρε», είπε χαμηλόφωνα ο Ραντ. Το στόμα του Τάιμ στράβωσε με χλευασμό, κι ο Ραντ ακούμπησε κάτω το ποτήρι του πριν το σπάσει στη χούφτα του. Απ’ όσο ήξερε, ο Μπασίρε τους εκπαίδευε όσο μπορούσε, σε ένα στρατόπεδο κάπου στα δυτικά της πόλης· έκανε ό,τι μπορούσε, δεδομένου ότι αυτοί οι άνδρες, όπως το είχε θέσει ο Σαλδαίος, ήταν ένα ελεεινό συνονθύλευμα από πάμφτωχους αγρότες, μαθητευόμενους που το είχαν σκάσει, αποτυχημένους τεχνίτες, οι οποίοι δεν είχαν πιάσει ποτέ τους σπαθί, δεν είχαν καβαλήσει ποτέ άλογο με σέλα, και δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ πάνω από πέντε μίλια από τον τόπο που είχαν γεννηθεί. Ο Ραντ είχε πολλά στο κεφάλι του και δεν τον απασχολούσαν αυτοί· είχε πει στον Μπασίρε να τους κάνει ό,τι ήθελε και να μην τον ενοχλήσει εκτός αν εξεγείρονταν.

Κοιτώντας τον Τάιμ, ο οποίος ολοφάνερα πάσχιζε να κρύψει την περιφρόνησή του, έβαλε τα χέρια στην πλάτη του, όπου τα έσφιξε γροθιές. Ο Λουζ Θέριν μπουμπούνισε στο βάθος, σε αντίλαλο του θυμού του. «Τι σε έπιασε; μπορείς να μου πεις; Κάτι σε τρώει από τη στιγμή που σου φόρεσα τα σήματα. Έχει σχέση μ’ αυτά; Αν ναι, δεν καταλαβαίνω. Αυτοί οι άνδρες θα έχουν καλύτερη γνώμη για τα σήματά τους βλέποντας ότι εσύ έλαβες το δικό σου κατευθείαν από τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά θα έχουν καλύτερη γνώμη για σένα. Ίσως δεν θα χρειάζεται να επιβάλεις πειθαρχία χτυπώντας τους στο κεφάλι. Τι έχεις να πεις;» Καλά είχε ξεκινήσει, με γαλήνιο τόνο αν κι όχι ακριβώς ήπιο —δεν ήθελε να μιλήσει ήπια— αλλά όσο προχωρούσε, η φωνή του γινόταν πιο αποφασισμένη και πιο δυνατή. Όχι σαν να κραύγαζε, όμως η τελευταία ερώτηση είχε ακουστεί σαν καμτσικιά.

Μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση κατέλαβε τον άλλο άνδρα. Φάνηκε ολοκάθαρα να τρέμει —από οργή, όχι από φόβο, κατά τη γνώμη του Ραντ— αλλά όταν το τρέμουλο σταμάτησε, είχε ξαναβρεί τον προηγούμενο εαυτό του. Δεν ήταν φιλικό, κι είχε ένα ίχνος κοροϊδίας, όμως ήταν άνετος κι είχε την αυτοκυριαρχία του. «Αφού θέλεις να ξέρεις, αυτό που με ανησυχεί είναι οι Άες Σεντάι, κι εσύ. Εννιά Άες Σεντάι που ήρθαν στο Κάεμλυν, συν δύο, μας κάνουν έντεκα. Ίσως να υπάρχουν ακόμα μια-δυο. Δεν μπόρεσα να τις βρω ακόμα, όμως—»

«Σου είπα να μην πλησιάσεις την πόλη», είπε ρητά ο Ραντ.

«Βρήκα μερικούς να κάνουν ερωτήσεις στη θέση μου». Ο Τάιμ μιλούσε μ’ ένα ξερό τόνο. «Δεν πλησίασα εκεί από τότε που σε έσωσα από τον Φαιό».

Ο Ραντ το άφησε ασχολίαστο. Σχεδόν. Παραλίγο. Η φωνή στο κεφάλι του ήταν τόσο χαμηλή που δεν την καταλάβαινε, αλλά πάλι του αποσπούσε την προσοχή. «Πιο εύκολα θα πιάσουν καπνό με τα χέρια παρά φήμες στο δρόμο». Το είπε μ’ όλη την περιφρόνηση που ένιωθε —ο Τάιμ τον είχε σώσει— κι ο άλλος τινάχτηκε. Εξωτερικά έδειχνε ακόμα άνετος, όμως τα μάτια του έμοιαζαν με σκοτεινά πετράδια.

«Κι αν συμμαχήσουν με τις Κόκκινες Άες Σεντάι;» Η φωνή του ήταν ψυχρή, έκρυβε θυμηδία, όμως τα μάτια του έλαμπαν. «Υπάρχουν Κόκκινες αδελφές στην εξοχή. Αρκετές ομάδες, που έφτασαν τις τελευταίες μέρες. Προσπαθούν να σταματήσουν τους άνδρες που έρχονται εδώ».

Θα τον σκοτώσω, φώναξε ο Λουζ Θέριν, κι ο Ραντ τον ένιωσε να πλησιάζει το σαϊντίν.

Φύγε, του είπε σταθερά. Ο άλλος συνέχισε να το πλησιάζει, όπως συνέχισε κι η φωνή.

Θα σκοτώσω πρώτα αυτόν κι ύστερα εκείνες. Σίγουρα τον υπηρετούν. Είναι φανερό: αυτόν υπηρετούν.

Φύγε, του φώναξε σιωπηλά ο Ραντ. Δεν είσαι τίποτα παρά μια φωνή! Που εκτεινόταν προς την Πηγή.

Αχ, Φως μου, τους σκότωσα όλους. Όλους όσους αγαπούσα. Αν τον σκοτώσω, όλα θα πάνε καλά. Θα το ξεπληρώσω, αν επιτέλους τον σκοτώσω. Όχι, τίποτα δεν μπορεί να το ξεπληρώσει αυτό, αλλά πρέπει να τον σκοτώσω. Να τους σκοτώσω όλους. Πρέπει. Πρέπει.

Όχι! ούρλιαξε ο Ραντ μέσα στο κεφάλι του. Είσαι νεκρός, Λουζ Θέριν. Εγώ είμαι ζωντανός, που να καείς, κι εσύ νεκρός! Είσαι νεκρός!

Ξαφνικά κατάλαβε ότι έγερνε πάνω στο τραπέζι, στηριγμένος στα γόνατά του που έτρεμαν. Και μουρμούριζε, «Είσαι νεκρός! Εγώ είμαι ζωντανός, κι εσύ νεκρός!» Αλλά δεν είχε αδράξει το σαϊντίν. Ούτε κι ο Λουζ Θέριν. Τρέμοντας, κοίταξε τον Τάιμ και ξαφνιάστηκε βλέποντας την έγνοια που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του.

«Πρέπει να κρατηθείς», είπε μαλακά ο Τάιμ. «Αν μπορείς, πρέπει να κρατήσεις τα λογικά σου. Αν αποτύχεις, το τίμημα θα είναι μεγάλο».

«Δεν θα αποτύχω», είπε ο Ραντ, ενώ ξανασηκωνόταν με κόπο. Ο Λουζ Θέριν είχε βουβαθεί. Στο κεφάλι του έμοιαζε να είναι μόνο ο εαυτός του. Κι η αίσθηση της Αλάνα, φυσικά. «Έχουν πιάσει κανέναν αυτές οι Κόκκινες;»