Выбрать главу

«Όχι, απ’ όσο άκουσα». Ο Τάιμ τον παρακολουθούσε με περιέργεια, σαν να περίμενε άλλο ένα ξέσπασμα. «Οι περισσότεροι μαθητές τώρα έρχονται από τις πύλες, και με τόσον κόσμο που γεμίζει τους δρόμους, δεν είναι εύκολο να πεις αν ένας άνδρας κατευθύνεται προς τα δω, παρά μόνο αν το ξεφουρνίσει ο ίδιος». Κοντοστάθηκε. «Ούτως ή άλλως, θα μπορούσαμε εύκολα να ξεμπερδέψουμε μαζί του».

«Όχι». Είχε χαθεί στ’ αλήθεια ο Λουζ Θέριν; Ευχόταν να ήταν έτσι, κι ήξερε ότι θα ήταν βλάκας αν το πίστευε. «Αν αρχίσουν να συλλαμβάνουν άνδρες, τότε θα πρέπει να κάνω κάτι, αλλά όπως έχει η κατάσταση, δεν αποτελούν απειλή εκεί στην ύπαιθρο. Και, πίστεψέ με, καμία απ’ αυτές που στέλνει η Ελάιντα δεν υπάρχει πιθανότητα να πάει μαζί με τις Άες Σεντάι στην πόλη. Η κάθε μια από τις ομάδες θα προτιμούσε να συμμαχήσει με σένα παρά με την άλλη».

«Τι θα γίνει μ’ αυτές που δεν είναι στην ύπαιθρο; Αυτές τις έντεκα; Με μερικά ατυχήματα, ο αριθμός τους θα γινόταν μικρότερος κι ασφαλέστερος. Αν δεν θέλεις να λερώσεις τα χέρια σου, θα ήμουν πρόθυμος να—»

«Όχι! Πόσες φορές πρέπει να το πω, όχι! Αν νιώσω άνδρα να διαβιβάζει στο Κάεμλυν, θα έρθω να σε βρω, Τάιμ. Το ορκίζομαι. Και μην νομίζεις ότι μπορείς να μείνεις σε απόσταση από το παλάτι που να μην το νιώσω κι άρα να είσαι ασφαλής. Αν ξαφνικά πέσει νεκρή δίχως λόγο μια απ’ αυτές τις Άες Σεντάι, θα ξέρω ποιον να κατηγορήσω. Πρόσεχε τα λόγια μου!»

«Είναι πολύ γενικοί αυτοί οι περιορισμοί», είπε ξερά ο Τάιμ. «Αν ο Σαμαήλ ή ο Ντεμάντρεντ αποφασίσουν να σε πειράξουν αφήνοντας μερικές Άες Σεντάι νεκρές στο κατώφλι σου, θα μου ανοίξεις τις φλέβες;»

«Δεν το έκαναν ως τώρα, και να ελπίζεις να μην αρχίσουν. Πρόσεχε τα λόγια μου, είπα».

«Ακούω κι υπακούω τον Άρχοντα Δράκοντα, φυσικά». Ο άνδρας με τη γερακίσια μύτη έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Αλλά επιμένω ότι το έντεκα είναι επικίνδυνος αριθμός».

Ο Ραντ άθελά του γέλασε. «Τάιμ, θα τις μάθω να χορεύουν με το φλάουτο μου». Μα το Φως, πόσον καιρό είχε να παίξει το φλάουτο του; Πού ήταν το φλάουτο του; Άκουσε αμυδρά τον Λουζ Θέριν να χασκογελά.

43

Το Στέμμα των Ρόδων

Η νοικιασμένη άμαξα της Μεράνα προχωρούσε αργά μέσα στους συνωστισμένους δρόμους με κατεύθυνση το Στέμμα των Ρόδων. Εξωτερικά έδειχνε γαλήνια, μια μελαχρινή γυναίκα με ατάραχα, ανοιχτοκάστανα μάτια, με τα λεπτά χεράκια της σταυρωμένα ήσυχα πάνω στην ανοιχτόγκριζη μεταξωτή φούστα της. Μέσα, δεν ήταν τόσο ατάραχη. Πριν τριάντα οκτώ χρόνια είχε βρεθεί κατά τύχη σε θέση να διαπραγματεύεται μια συνθήκη μεταξύ του Άραντ Ντόμαν και του Τάραμπον η οποία υποτίθεται πως θα έδινε τέλος στις έριδες για την Πεδιάδα Αλμοθ· οι Ντομανοί κι οι Ταραμπονέζοι ήταν όλο διαφωνίες και τρεις φορές παραλίγο θα άρχιζε πόλεμος εν μέσω των συζητήσεων, ενώ διατηρούσαν χαμογελαστά πρόσωπα και προφασίζονταν καλή προαίρεση. Μέχρι να στεγνώσουν οι υπογραφές, η Μεράνα ένιωθε ότι την κυλούσαν σε τραχιούς λόφους μέσα σε ένα βαρέλι γεμάτο σκλήθρες, και μετά απ’ όλα αυτά, αποδείχθηκε ότι η συνθήκη άξιζε λιγότερο από το βουλοκέρι και τις κορδέλες στις σφραγίδες. Έλπιζε ότι αυτό που είχε αρχίσει εκείνο το απόγευμα στο Βασιλικό Παλάτι θα είχε καλύτερη κατάληξη —έπρεπε να έχει καλύτερη κατάληξη— αλλά μέσα της ένιωθε ότι είχε χωθεί πάλι στο βαρέλι.

Η Μιν καθόταν γέρνοντας πίσω στη θέση της με τα μάτια κλειστά· αυτή η νεαρή έμοιαζε να λαγοκοιμάται κάθε φορά που δεν της μιλούσε μια Άες Σεντάι. Οι άλλες δύο αδελφές στην άμαξα πού και πού έριχναν γοργές ματιές στην κοπέλα. Η Σήνιντ ήταν ψύχραιμη και συγκρατημένη, φορώντας μπροκάρ πράσινο φόρεμα. Η Μασούρι ήταν λιγνή, με παιχνιδιάρικο βλέμμα, και φορούσε καφέ φόρεμα κεντημένο με ανθισμένα κλήματα στον ποδόγυρο. Είχαν ντυθεί επίσημα, με επώμια και τα χρώματα του Άτζα τους.

Η Μεράνα ήταν σίγουρη πως όταν κοίταζαν τη Μιν, σκέφτονταν αυτό που είχε σκεφτεί κι η ίδια. Η Σήνιντ θα έπρεπε να το καταλαβαίνει, από την άλλη όμως, πώς μπορούσε να είναι σίγουρη; Η Σήνιντ ήταν μεθοδική και πρακτική στο θέμα των Προμάχων της, σχεδόν σαν γυναίκα που έχει δύο εξαιρετικά κυνηγετικά σκυλιά για τα οποία νιώθει κάποια στοργή. Η Μασούρι ίσως έδειχνε κατανόηση. Της άρεσε να χορεύει με άνδρες, ακόμα και να φλερτάρει, αν και συνήθως τους άφηνε σύξυλους όταν άκουγε κάποια φήμη για κανένα παλιό κρυμμένο χειρόγραφο. Η Μεράνα προσωπικά είχε να ερωτευτεί πολύ πριν από την Πέμπτη Συνθήκη του Φάλμε, αλλά θυμόταν πώς ήταν, και βλέποντας τη Μιν να κοιτάζει τον αλ’Θόρ είχε καταλάβει αμέσως ότι είχε μπροστά της μια γυναίκα που είχε στρίψει την πλάτη στη λογική κι είχε αφήσει την καρδιά της αχαλίνωτη.