Выбрать главу

Αυτό δεν αποδείκνυε ότι η Μιν είχε αγνοήσει τις προειδοποιήσεις τους, ότι είχε πατήσει την υπόσχεσή της κι είχε πει στον αλ’Θόρ τα πάντα, όμως γεγονός ήταν ότι εκείνος γνώριζε για το Σαλιντάρ. Γνώριζε ότι η Ηλαίην ήταν εκεί, κι είχε βρει διασκεδαστικές —διασκεδαστικές!— τις υπεκφυγές τους. Πέρα από το αν η Μιν είχε καταπατήσει την εμπιστοσύνη τους —ούτως ή άλλως, από δω και πέρα έπρεπε να μετρούν τα λόγια τους μπροστά της— ήταν φοβερό αν το συνυπολόγιζες με τα υπόλοιπα. Η Μεράνα δεν είχε συνηθίσει να νιώθει φόβο. Είχε γευτεί το φόβο, αρκετές φορές, τη χρονιά μετά το θάνατο του Μπάσαν —δεν είχε δεσμεύσει άλλο Πρόμαχο, εν μέρει επειδή δεν ήθελε να το ξαναζήσει αυτό κι εν μέρει επειδή δεν άδειαζε για να ψάξει τον κατάλληλο άνδρα— αλλά τότε ήταν η τελευταία φορά που είχε νιώσει κάτι παραπάνω από ανησυχία, πριν τον Πόλεμο των Αελιτών. Τώρα ένιωθε φόβο, κι αυτό δεν της άρεσε. Μπορεί τα πάντα να εξελίσσονταν ομαλά, στο κάτω-κάτω δεν είχε συμβεί τίποτα ολέθριο, όμως ο αλ’Θόρ από μόνος του έκανε τα γόνατά της να τρέμουν.

Η νοικιασμένη άμαξα κλυδωνίστηκε και σταμάτησε στο στάβλο του Στέμματος των Ρόδων· ιπποκόμοι με γιλέκα κεντημένα με ρόδα χίμηξαν να πιάσουν τα γκέμια και να ανοίξουν τις πόρτες.

Η κοινή αίθουσα ήταν ταιριαστή με το διώροφο κτήριο από καλοδουλεμένη πέτρα· είχε επένδυση από σκούρο γυαλισμένο ξύλο, ψηλά τζάκια με πρόσοψη από λευκό μάρμαρο. Η κορνίζα του ενός φιλοξενούσε ένα πλατύ ρολόι, με καμπανάκια για να σημαίνει τις ώρες και μερικές επίχρυσες διακοσμητικές ευθείες. Οι υπηρέτριες φορούσαν γαλάζια φορέματα και λευκές ποδιές κεντημένες με τριαντάφυλλα σε κύκλους· ήταν όλες χαμογελαστές, ευγενικές, εργατικές, κι όσες δεν ήταν όμορφες ήταν τουλάχιστον εμφανίσιμες. Το Στέμμα των Ρόδων ήταν το αγαπημένο πανδοχείο των ευγενών που έρχονταν από την επαρχία και δεν είχαν δικά τους καταλύματα στο Κάεμλυν, όμως τώρα στα τραπέζια έβλεπες μόνο Προμάχους. Και την Αλάνα και τη Βέριν, καθισμένες στο πίσω μέρος· αν εισακούγονταν οι ευχές της Μεράνα, οι δύο τους θα περίμεναν στην κουζίνα μαζί με το υπηρετικό προσωπικό. Όλες οι υπόλοιπες αδελφές είχαν βγει έξω. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο.

«Αν δεν σε πειράζει», είπε η Μιν, «θα ήθελα να κάνω μια βολτίτσα. Θα ήθελα να δω λίγο το Κάεμλυν πριν σκοτεινιάσει».

Η Μεράνα της το επέτρεψε, κι όταν η νεαρή βγήκε έξω τρεχάτη, αντάλλαξε μερικές ματιές με τη Σήνιντ και τη Μασούρι, ενώ αναρωτιόταν μέσα της πόση ώρα θα έκανε η Μιν για να επιστρέψει στο παλάτι.

Η Κυρά Σίντσονιν εμφανίστηκε αμέσως, στρογγυλή σαν όλους τους πανδοχείς που είχε δει ποτέ της, υποκλινόμενη, τρίβοντας νευρικά τα ροδαλά χεράκια της. «Μπορώ να κάνω κάτι για σένα, Άες Σεντάι; Να σου φέρω κάτι;» Είχε φιλοξενήσει αρκετές φορές τη Μεράνα, κι είχε κάνει καλή δουλειά, τόσο πριν μάθει ότι ήταν Άες Σεντάι όσο και μετά.

«Τσάι μούρων», της είπε χαμογελαστά η Μεράνα. «Στο ιδιωτικό καθιστικό, πάνω». Το χαμόγελο χάθηκε όταν η πανδοχέας έφυγε βιαστικά φωνάζοντας μια σερβιτόρα της. Η Μεράνα έκανε κοφτά νόημα στην Αλάνα και τη Βέριν να την ακολουθήσουν στη σκάλα, κι οι πέντε ανηφόρισαν χωρίς λέξη.

Τα παράθυρα του καθιστικού πρόσφεραν καλή θέα του δρόμου για όσους το ήθελαν, αλλά η Μεράνα δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για ρεμβασμούς. Έκλεισε τα παράθυρα που ήταν ανοιχτά, για να μειώσει λίγο τη φασαρία, και στράφηκε προς τις άλλες. Η Σήνιντ κι η Μασούρι είχαν πιάσει καρέκλες. Η Αλάνα κι η Βέριν είχαν μείνει όρθιες, ανάμεσα στις άλλες δύο. Το σκούρο μάλλινο φόρεμα της Βέριν έμοιαζε λιγάκι τσαλακωμένο, παρ’ όλο που δεν ήταν, κι είχε μια κηλίδα από μελάνι στην άκρη της μύτης της, όμως τα μάτια της ήταν σαν πουλιού, άγρυπνα και παρατηρητικά. Τα μάτια της Αλάνα άστραφταν κι αυτά, μάλλον όμως από θυμό, και στιγμές-στιγμές τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι, σφίγγοντας τα φουστάνια του γαλάζιου μεταξωτού φορέματός της με το κίτρινο ντεκολτέ· έμοιαζε να είχε κοιμηθεί φορώντας το. Γι’ αυτήν φυσικά υπήρχε κάποια δικαιολογία. Υπήρχε, όμως δεν ήταν αρκετή.

«Ακόμα δεν ξέρω, Αλάνα», είπε σθεναρά η Μεράνα, «αν οι πράξεις σου είχαν κάποια δυσμενή επίδραση. Δεν ανέφερε ότι τον δέσμευσες —παρά τη βούλησή του— αλλά ήταν απότομος, πολύ απότομος, και—»

«Επέβαλε κι άλλους περιορισμούς;» τη διέκοψε η Βέριν, γέρνοντας λιγάκι το κεφάλι. «Μου φαίνεται πως όλα πάνε καλά. Δεν εξεμάνη όταν έμαθε για σας. Δέχθηκε τρεις· με κάποια αβρότητα, αν μη τι άλλο, αλλιώς θα ήσασταν έξω φρενών. Μας φοβάται κάπως, κάτι καλό, αλλιώς δεν θα είχε βάλει όρους, όμως αν δεν έβαλε κι άλλους, έχουμε την ελευθερία που είχαμε και πριν, επομένως δεν είναι έντρομος. Πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει να τον φοβίσουμε πολύ».