Выбрать главу

Αυτός απλώς χαμογέλασε πλατιά και πέταξε σε κείνον με το στενό πηγούνι ένα χρυσό μάρκο. «Απλώς θέλω να μάθουν όλοι ποιος ήρθε για επίσκεψη». Σκοπός του ήταν να συνειδητοποιήσει η Εγκουέν ότι δεν θα τον εκφόβιζε, και μερικές φορές για να δείξεις στους ανθρώπους τι εννοούσες έπρεπε να κάνεις τον παλιάτσο.

Το κακό ήταν ότι τα λάβαρα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Βεβαίως, όσοι περνούσαν κοίταζαν χάσκοντας και τα έδειχναν στους άλλους, μερικές Άες Σεντάι ήρθαν για να ρίξουν μια ματιά, ανέκφραστες με το ψυχρό βλέμμα τους, αλλά ο Ματ προσδοκούσε ότι θα απαιτούσαν όλο αγανάκτηση να τα κατεβάσει, κι αυτό δεν έγινε. Όταν ξαναγύρισε στο Μικρό Πύργο, μια Άες Σεντάι που για κάποιο λόγο είχε σταφιδιασμένο πρόσωπο παρά τα λεία, αγέραστα μάγουλά της, έσιαξε το επώμιο της με τα καφέ κρόσσια και του είπε ρητά ότι η Έδρα της Άμερλιν ήταν απασχολημένη· ίσως μπορούσε να τον δεχθεί σε μια-δυο μέρες. Ίσως. Η Ηλαίην είχε χαθεί από προσώπου γης, το ίδιο και η Αβιέντα, αλλά δεν είδε πουθενά ίχνη ανησυχίας· υποψιάστηκε ότι θα την είχαν πάει κάπου να της βάλουν το λευκό φόρεμα. Αυτό δεν τον ενοχλούσε, αν ήταν ένας τρόπος για να διατηρηθεί η ειρήνη· δεν ήθελε να είναι αυτός που θα έλεγε στον Ραντ ότι η μια είχε σκοτώσει την άλλη. Το βλέμμα του κάποια στιγμή έπιασε τη Νυνάβε, όμως εκείνη έστριψε τη γωνία και χάθηκε πριν αυτός την προλάβει.

Πέρασε το απόγευμά του ψάχνοντας για τον Θομ και τον Τζούιλιν· σίγουρα θα είχαν να του πουν περισσότερα για το τι συνέβαινε εδώ, κι εκτός αυτού ήθελε να ζητήσει τη συγγνώμη του Θομ για τα σχόλια που είχε κάνει για κείνο το γράμμα. Δυστυχώς, ούτε και γι’ αυτούς ήξερε κανείς πού βρίσκονταν. Πολύ πριν το λιόγερμα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τους έκρυβαν μην τους βρει. Η Εγκουέν το είχε βάλει σκοπό να τον κάνει να σκάσει από ανησυχία, όμως θα της έδειχνε ότι δεν ίδρωνε του αυτί του από τέτοια. Για να το κάνει πιο προφανές, πήγε για χορό.

Όπως φαινόταν, ο εορτασμός για την καινούρια Άμερλιν θα διαρκούσε ένα ολόκληρο μήνα, και παρ’ όλο που άπαντες στο Σαλιντάρ δούλευαν σαν τρελοί όλη τη μέρα, όταν έπεφτε το σκοτάδι άναβαν φωτιές σε κάθε διασταύρωση και έκαναν την εμφάνιση τους βιολιά και φλογέρες, ακόμα και κανά-δυο ντούλτσιμερ. Ο αέρας αντηχούσε φωνές και μουσικές, και το πανηγύρι καλά κρατούσε ώσπου ερχόταν η ώρα του ύπνου. Είδε στους δρόμους Άες Σεντάι να χορεύουν με αμαξάδες και σταβλίτες που ακόμα φορούσαν τα τραχιά ρούχα τους, και Πρόμαχους να χορεύουν με σερβιτόρες και μαγείρισσες που είχαν αφήσει στην άκρη τις ποδιές τους. Όμως η Εγκουέν δεν φαινόταν πουθενά· η παλιο-Έδρα της Άμερλιν δεν θα χοροπηδούσε στους δρόμους. Ούτε φαινόταν πουθενά η Ηλαίην και η Νυνάβε, ούτε ο Θομ και ο Τζούιλιν. Ο Θομ δεν θα έχανε χορό ακόμα κι αν είχε σπασμένα και τα δύο πόδια, εκτός αν τον κρατούσαν εσκεμμένα σε απόσταση. Ο Ματ στάθηκε για να διασκεδάσει, για να δείξει σε όλους πόσο ανέμελος ήταν. Δεν το πέτυχε όπως το εννοούσε.

Χόρεψε λίγη ώρα με την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή του, μια λεπτούλα με άφθονες καμπύλες, που ήθελε να μάθει τα πάντα για τον Ματ Κώθον, ήταν πολύ κολακευτικό, ειδικά όταν του ζήτησε η ίδια να βγουν από το χορό. Όμως μετά από λίγο ο Ματ πρόσεξε ότι η Χάλιμα είχε ένα συγκεκριμένο τρόπο να ακουμπάει πάνω του, ένα τρόπο να γέρνει για να δει κάτι έτσι ώστε αυτός να μπορεί να δει καλύτερα τον κόρφο της. Θα το απολάμβανε, αλλά κάθε φορά εκείνη τον κοίταζε με άγρυπνο βλέμμα και πονηρό χαμόγελο. Δεν ήταν πολύ καλή χορεύτρια —κατ’ αρχάς, όλο προσπαθούσε να οδηγήσει αυτή το χορό τους— και τελικά ο Ματ την παρακάλεσε να σταματήσουν.

Κανονικά δεν θα ήταν τίποτα σπουδαίο, όμως πριν κάνει δέκα βήματα, η αλεπουδοκεφαλή πάγωσε στο στέρνο του. Στριφογύρισε, κοιτώντας για κάτι που ούτε κι αυτός δεν ήξερε τι ήταν. Αυτό που είδε ήταν τη Χάλιμα να τον κοιτάζει έντονα στο φως της φωτιάς. Μόνο για μια στιγμή πριν εκείνη πιάσει έναν Πρόμαχο από το μπράτσο και τον τραβήξει στο χορό, όμως ο Ματ ήταν σίγουρος ότι είχε δει κατάπληξη στο πανέμορφο πρόσωπό της.

Οι βιολιστές είχαν πιάσει ένα λυπητερό σκοπό που τον αναγνώρισε. Ή μάλλον ήταν σε κάποια από τις αρχαίες αναμνήσεις του, που δεν είχε αλλάξει πολύ αν συλλογιζόσουν ότι είχαν περάσει πάνω από χίλια χρόνια. Τα λόγια είχαν αλλάξει τελείως, γιατί οι παλιοί στίχοι που αντηχούσαν στο κεφάλι του δεν θα ήταν αρεστοί εδώ.

Δείξε μου εμπιστοσύνη, είπε η Άες Σεντάι. Στους ώμους μου θα κρατήσω τον ουρανό. Πίστεψε ότι ξέρω και ότι θα κάνω το καλύτερο. και για τα άλλα θα φροντίσω εγώ. Μα η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα ενός μαύρου σπόρου που φυτρώνει. Η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα του αίματος της καρδιάς που κυλά. Η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα της τελευταίας ανάσας μιας ψυχής. Η εμπιστοσύνη έχει το χρώμα του θανάτου.