Выбрать главу

«Άες Σεντάι;» είπε περιφρονητικά η παχουλή νεαρή την οποία ρώτησε. Ήταν ομορφούλα και υπό διαφορετικές συνθήκες ίσως προσπαθούσε να της κλέψει ένα φιλί και μια αγκαλιά. «Η Χάλιμα είναι απλώς η γραμματέας της Ντελάνα Σεντάι. Πάντα πειράζει τους άνδρες. Σαν παιδί με καινούριο παιχνίδι· τους πειράζει για να δει αν μπορεί. Θα είχε μπλέξει άσχημα πολλές φορές ως τώρα, αν δεν την προστάτευε η Ντελάνα».

Δείξε μου εμπιστοσύνη, είπε η βασίλισσα στο θρόνο της, γιατί πρέπει να σηκώσω το φορτίο μονάχη μου. Εμπιστέψου με για να σε οδηγήσω και να κρίνω και να κυβερνήσω, και κανείς δεν θα σε περάσει για χαζό. Μα η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος του σκυλιού που γαυγίζει στον τάφο. Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος της προδοσίας στο σκοτάδι. Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος της τελευταίας ανάσας μιας ψυχής. Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος τον θανάτου.

Ίσως να είχε κάνει λάθος. Ίσως η Χάλιμα είχε ξαφνιαστεί που την είχε παρατήσει. Δεν ήταν πολλοί οι άνδρες που θα εγκατέλειπαν μια γυναίκα με τη δική της ομορφιά, όσο κι αν τους πείραζε, όση ώρα κι αν χόρευε. Σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος. Μα τότε το ερώτημα ήταν ποια το είχε κάνει και γιατί. Κοίταξε ολόγυρα, τους χορευτές, και τους ανθρώπους που κοίταζαν από τις σκιές στην άκρη περιμένοντας τη σειρά τους. Η χρυσομαλλούσα Κυνηγός του Κέρατος που του είχε φανεί γνωστή, πέρασε γοργά παρέα με έναν άνδρα με κακοτράχαλο πρόσωπο, με την πλεξούδα να ορθώνεται σχεδόν ίσια πίσω της. Ο Ματ μπορούσε να καταλάβει τις περισσότερες Άες Σεντάι από το πρόσωπο, όμως δεν υπήρχε τρόπος να βρει ποια είχε δοκιμάσει να... να κάνει ό,τι ήταν αυτό που είχε δοκιμάσει.

Προχώρησε στο δρόμο προς την επόμενη φωτιά, εν μέρει για να ξεφύγει από εκείνο το τραγούδι πριν ακουστούν στο κεφάλι του οι στίχοι «ο βασιλιάς εκεί ψηλά» και «η αρχόντισσα κι ο άρχοντας» και «ο έρωτας της ζωής σου». Σε κείνη την αρχαία ανάμνηση, θυμόταν ότι ο ίδιος είχε γράψει αυτό το τραγούδι, για τον έρωτα της ζωής του. Η εμπιστοσύνη έχει τη γεύση του θανάτου. Στην επόμενη γωνιά, ένας βιολιτζής και μια γυναίκα με φλάουτο έπαιζαν ένα τραγούδι που έμοιαζε να είναι το «Ανακάτεψε τα Πούπουλα», ένας ωραίος χωριάτικος χορός.

Άραγε μέχρι ποιου σημείου μπορούσε να εμπιστευτεί την Εγκουέν; Τώρα ήταν Άες Σεντάι· πρέπει να ήταν, αφού την είχαν κάνει Άμερλιν, παρ’ όλο που ήταν μια Άμερλιν της συμφοράς σ’ ένα χωριό της συμφοράς. Ό,τι κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι η Εγκουέν· ο Ματ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα τον χτυπούσε πισώπλατα μ’ αυτόν τον τρόπο. Υπήρχε η πιθανότητα να το είχε κάνει η Νυνάβε, φυσικά· από το χτύπημα ένιωθε ένα πρήξιμο στο πόδι του. Όσο για την Ηλαίην, μόνο το Φως ήξερε τι άραγε θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια γυναίκα. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ακόμα προσπαθούσαν να τον διώξουν. Θα έπρεπε να περιμένει κι άλλες επιθέσεις. Το καλύτερο θα ήταν να τις αγνοήσει· σχεδόν ευχήθηκε να ξαναδοκίμαζαν. Δεν μπορούσαν να τον αγγίξουν με τη Δύναμη, και αν δοκίμαζαν και αποτύχαιναν κι άλλες φορές, θα καταλάβαιναν για τα καλά ότι ήταν αμετάπειστος.

Η Μυρέλ ήρθε να σταθεί δίπλα του, κοιτώντας το χορό. Ο Ματ τη θυμόταν, αόριστα. Δεν πίστευε ότι εκείνη ήξερε κάτι επικίνδυνο γι’ αυτόν. Μάλλον όχι. Φυσικά, δεν ήταν καλλονή σαν τη Χάλιμα, αλλά ήταν παραπάνω από εμφανίσιμη. Σκιές χύνονταν τρεμουλιαστές στο πρόσωπό της, έτσι που ο Ματ θα μπορούσε να ξεχάσει πως ήταν μια Άες Σεντάι.

«Είναι ζεστή η βραδιά», του είπε χαμογελώντας, και συνέχισε μιλώντας με ανέμελο τόνο όσο αυτός απολάμβανε την όψη της, τόσο που άργησε λίγο να καταλάβει πού το πήγαινε.

«Δεν το νομίζω», της είπε ευγενικά όταν εκείνη έκανε μια παύση. Να τι πάθαινες όταν ξεχνιόσουν. Οι Άες Σεντάι ήταν Άες Σεντάι.

Αυτή απλώς χαμογέλασε. «Θα υπήρχαν πολλά πλεονεκτήματα, και δεν θα σε έδενα στα φουστάνια μου. Πολλά πλεονεκτήματα. Έχεις διαλέξει επικίνδυνη ζωή, ή σου τη διάλεξαν. Ένας Πρόμαχος θα είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει».

«Στ’ αλήθεια δεν το νομίζω. Όχι, αλλά ευχαριστώ για την προσφορά».

«Σκέψου το, Ματ. Εκτός αν... Μήπως σε δέσμευσε η Άμερλιν;»

«Όχι». Η Εγκουέν δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Ή μήπως θα το έκανε; Δεν μπορούσε να το κάνει, όσο ο Ματ φορούσε το μενταγιόν, αλλά θα τον δέσμευε αν δεν το είχε; «Μου επιτρέπεις;» Έκανε μια μικρή υπόκλιση και πλησίασε γοργά μι όμορφη γαλανομάτα που χτυπούσε το πόδι στο ρυθμό της μουσικής. Είχε γλυκό στόμα, φτιαγμένο για φιλιά, και ο Ματ ήθελε να διασκεδάσει. «Είδα τα μάτια σου και με παρέσυραν εδώ. Θέλεις να χορέψουμε;»

Είδε πολύ αργά το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δεξί της χέρι, και τότε το γλυκό στοματάκι άνοιξε και μια φωνή την οποία ήξερε του είπε ξερά, «Σε ρώτησα μια φορά αν θα έμενες σε ένα σπίτι που καίγεται, μικρέ μου, αλλά φαίνεται πως σου αρέσει να μπαίνεις στη φωτιά. Φύγε τώρα και βρες κάποια που θέλει να χορέψει μαζί σου».