Выбрать главу

Η Σιουάν Σάντσε! Ήταν σιγανεμένη, νεκρή! Τον αγριοκοίταζε με το πρόσωπο κάποιας νεαρής το οποίο είχε κλέψει, και φορούσε δαχτυλίδι των Άες Σεντάι! Είχε ζητήσει από τη Σιουάν Σάντσε να χορέψουν!

Ενώ αυτός την κοίταζε ακόμα, μια νεαρή λυγερή Ντομανή ήρθε μ’ ένα στροβίλισμα, φορώντας ένα ανοιχτοπράσινο μεταξωτό φόρεμα, τόσο ψιλό που το φως της φωτιάς διέγραφε από μέσα του τη σιλουέτα της. Έριξε στη Σιουάν μια παγωμένη ματιά που εκείνη της την ανταπέδωσε με ενδιαφέρον, και σχεδόν έσυρε τον Ματ ανάμεσα στους άλλους που χόρευαν. Ήταν ψηλή σαν Αελίτισσα, και τα μαύρα μάτια της ήταν λιγάκι πιο ψηλά από τα δικά του. «Παρεμπιπτόντως, είμαι η Ληάνε», του είπε, με φωνή σαν μελένιο χάδι, «σε περίπτωση που δεν με γνώρισες». Το χαμηλό γέλιο της ήταν κι αυτό σαν χάδι.

Ο Ματ τινάχτηκε και παραλίγο θα τα έκανε θάλασσα στην πρώτη στροφή. Κι αυτή η γυναίκα φορούσε το δαχτυλίδι. Συνέχισε να χορεύει μηχανικά. Μπορεί να ήταν ψηλή, μα την ένιωθε σαν πούπουλο στην αγκαλιά του, σαν αιθέριο κύκνο, μα αυτό δεν αρκούσε για να διώξει την ερώτηση που στροβιλιζόταν στο νου του σαν πυροτέχνημα Φωτοδότη. Πώς; Μα το Φως, πώς; Το αποκορύφωμα ήταν πως όταν τελείωσε ο χορός, του είπε, «Είσαι πολύ καλός χορευτής», με την ίδια φωνή σαν χάδι, και ύστερα τον φίλησε με τρόπο που δεν τον είχαν ξαναφιλήσει ποτέ. Ο Ματ σοκαρίστηκε τόσο που ούτε καν προσπάθησε να ξεφύγει. Αυτή αναστέναξε και τον χτύπησε απαλά στο μάγουλο. «Πολύ καλός χορευτής. Την άλλη φορά σκέψου ότι χορεύεις και θα τα πας καλύτερα». Κι απομακρύνθηκε γελώντας, ξαναπιάνοντας το χορό με κάποιον που άρπαξε από τους θεατές.

Ο Ματ έκρινε πως δεν θα άντεχε περισσότερα για μια βραδιά. Ξαναγύρισε στο στάβλο και έπεσε να κοιμηθεί, με τη σέλα μαξιλάρι. Τα όνειρά του θα ήταν ευχάριστα, μόνο που όλα αφορούσαν τη Μυρέλ και τη Σιουάν και τη Ληάνε και τη Χάλιμα. Στο θέμα των ονείρων, οι άνδρες από φυσικού τους δεν είχαν ούτε μια στάλα μυαλό.

Η επόμενη μέρα σίγουρα θα ήταν καλύτερη, σκέφτηκε, ειδικά όταν η αυγή βρήκε τον Βάνιν στο πατάρι, κοιμισμένο στη σέλα του. Ο Ταλμέηνς είχε καταλάβει και θα παρέμενε εκεί που ήταν· είχαν εμφανιστεί Πρόμαχοι που παρατηρούσαν τις προετοιμασίες της ομάδας· σίγουρα είχαν αφήσει σκοπίμως τους άνδρες του Ματ να τους δουν, μα κανείς δεν είχε ζυγώσει την Ομάδα. Μια λιγότερο ευχάριστη έκπληξη ήταν η ανακάλυψη του γκρίζου αλόγου του Όλβερ στη μάντρα πίσω από το στάβλο, και του ίδιου του Όλβερ που ήταν κουλουριασμένος στις κουβέρτες του σε μια άκρη.

«Χρειάζεσαι κάποιον να φυλά τα νώτα σου», είπε σκοτεινά στον Ματ. «Σ’ αυτήν δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη».

Ο Όλβερ δεν έδειξε ενδιαφέρον να παίξει με τα παιδιά του χωριού, κι έτσι ο Ματ αναγκάστηκε να υπομείνει τα βλέμματα και τα χαμόγελα καθώς το αγόρι τον ακολουθούσε κατά πόδας στο Σαλιντάρ, βάζοντας τα δυνατά του για να μιμηθεί τους ρέοντες δρασκελισμούς των Προμάχων και κοιτώντας ταυτόχρονα δεξιά κι αριστερά του για την Αβιέντα. Η οποία ήταν ακόμα εξαφανισμένη, όπως επίσης η Ηλαίην και η Νυνάβε. Όσο για την «Άμερλιν», αυτή ήταν ακόμα απασχολημένη. Ο Θομ κι ο Τζούιλιν ήταν κι αυτοί «απασχολημένοι». Ο Βάνιν μπόρεσε να μάθει μερικά πράγματα, αλλά τίποτα που να φέρει χαρά στον Ματ. Αν η Νυνάβε είχε Θεραπεύσει στ’ αλήθεια τη Σιουάν και τη Ληάνε, τώρα θα ήταν ανυπόφορη· πάντα είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της, και τώρα που είχε κατορθώσει το ακατόρθωτο, το κεφάλι της θα φούσκωνε σαν δροσοπέπονο. Όμως το χειρότερο δεν ήταν αυτό. Ο Λογκαίν και το Κόκκινο Άτζα έκαναν τον Ματ να μορφάσει. Ήταν από τα πράγματα που καμία Άες Σεντάι δεν θα συγχωρούσε ποτέ. Αν ήταν ο Γκάρεθ Μπράυν αρχηγός του στρατού τους, τότε δεν θα επρόκειτο απλώς για ένα όχλο από αγρότες και αποβράσματα της πόλης με μερικούς Πρόμαχους να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του. Αν πρόσθετες τα τρόφιμα που είχε δει ο Βάνιν συσκευασμένα ή μέσα σε βαρέλια έτοιμα για ταξίδι, τότε μύριζε μπελάδες. Τους χειρότερους μπελάδες που θα μπορούσε να φανταστεί, εκτός του να έβρισκε έναν Αποδιωγμένο καθισμένο αντίκρυ του στο τραπέζι με μια ντουζίνα Τρόλοκ να μπαίνουν από την πόρτα. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν βλάκες· σήμαινε ότι ήταν επικίνδυνοι βλάκες. Κι είχες τον Θομ να λέει «βοήθησέ τους να πετύχουν». Αν ο βάρδος ξεμύτιζε ποτέ από την κρυψώνα του, ίσως έβρισκε το «πώς» σε κανένα παραμύθι του.

Το απόγευμα η Μυρέλ του ξαναπρότεινε να γίνει Πρόμαχος, και τα μάτια της στένεψαν όταν της είπε ότι η προσφορά της ήταν η πέμπτη που είχε δεχθεί από το χάραμα. Δεν κατάλαβε αν είχε πιστέψει τα λόγια του· την είδε να φεύγει με την πιο χολωμένη έκφραση που είχε δει ποτέ του σε Άες Σεντάι. Όμως ήταν αλήθεια. Η πρώτη πρόταση, όταν ακόμα έτρωγε το πρωινό του, είχε έρθει από τη Ντελάνα για την οποία δούλευε η Χάλιμα, μια στιβαρόκορμη γυναίκα με υγρά γαλάζια μάτια που παραλίγο θα τον φοβέριζε για να δεχτεί. Εκείνο το βράδυ ο Ματ απέφυγε τους χορούς και πήγε να κοιμηθεί με μουσική και γέλια στα αυτιά του· αυτή τη φορά, τα έβρισκε παράφωνα.