Выбрать главу

Ο Ματ το συλλογίστηκε. «Τη Φωτοδότρια στο Αρινγκίλ που τη γλιτώσαμε πριν της κόψουν το λαρύγγι;»

«Αυτήν ακριβώς. Ο Τζούιλιν κι εγώ την ανταμώσαμε στα ταξίδια μας, και δεν με γνώρισε. Κι όχι μόνο δεν με αναγνώρισε· σ’ έναν ξένο που συνταξιδεύετε λες πράγματα, έτσι για να τον γνωρίσεις. Η Αλούντρα δεν ήθελε να με γνωρίσει, και παρ’ όλο που δεν ήξερα το γιατί, δεν είχα λόγο να της επιβάλλω την παρουσία μου. Τη βρήκα ξένη και την άφησα ξένη. Τώρα, θα την ονόμαζες φίλη ή εχθρό;»

«Ίσως ερωμένη», είπε στεγνά ο Ματ. Δεν θα του ερχόταν άσχημα αν ξαναντάμωνε την Αλούντρα· του είχε δώσει μερικά πυροτεχνήματα που είχαν αποδειχθεί πολύ χρήσιμα. «Αν θέλεις να μάθεις για τις γυναίκες, ρώτα τον Πέριν, όχι εμένα. Εγώ δεν ξέρω απολύτως τίποτα. Κάποτε νόμιζα ότι ήξερε ο Ραντ, αλλά ο Πέριν ξέρει στα σίγουρα». Η Ηλαίην μιλούσε με τις δύο ασπρομάλλες Άες Σεντάι κάτω από το παρατηρητικό βλέμμα της Κυνηγού. Μια από τις ηλικιωμένες Άες Σεντάι κοίταξε στοχαστικά προς τον Ματ. Είχαν την ίδια πόζα που είχε η Ηλαίην, γαλήνιες σαν βασίλισσα στο θρόνο της. «Με λίγη τύχη δεν θα χρειαστεί να τις ανέχομαι για πολύ ακόμα», μουρμούρισε μόνος του. «Με λίγη τύχη, αυτό που κάνουν δεν θα αργήσει, και θα μπορέσουμε να ξαναγυρίσουμε εδώ σε πέντε-δέκα μέρες». Με λίγη τύχη, ίσως επέστρεφε πριν η Ομάδα αρχίσει να ακολουθεί τις τρελές. Το να βρει τα ίχνη, όχι ενός στρατού αλλά δύο, θα ήταν εύκολο όσο το να κλέβεις μια πίτα, αλλά δεν ήθελε να περάσει περισσότερες μέρες απ’ όσες ήταν ανάγκη συντροφιά με την Ηλαίην.

«Δέκα μέρες;» είπε ο Θομ. «Ματ, ακόμα και με την “πύλη” που λες, θα κάνουμε πεντ’ έξι μέρες μόνο και μόνο για να φτάσουμε στο Έμπου Νταρ. Λογάριαζε είκοσι καλύτερα, αλλά...»

Ο Ματ έπαψε να ακούει. Όλες οι στάλες ενόχλησης που μαζευόταν από την πρώτη στιγμή που είχε ξαναδεί μπροστά του την Εγκουέν τώρα άφρισαν μονομιάς. Έβγαλε απότομα το καπέλο από το κεφάλι του και προχώρησε με μεγάλα βήματα προς την Ηλαίην και τις άλλες. Ήταν κακό που του κρατούσαν πράγματα κρυφά —πώς μπορούσε να τις γλιτώσει από φασαρίες αφού δεν του έλεγαν τίποτα;— αλλά αυτό τώρα ήταν εξωφρενικό. Η Νυνάβε τον είδε να έρχεται και για κάποιο λόγο όρμηξε πίσω από τη φοράδα της.

«Θα είναι ενδιαφέρον να ταξιδέψουμε με έναν τα’βίρεν», είπε μια από τις ασπρομάλλες Άες Σεντάι. Από κοντά, ο Ματ και πάλι δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ηλικία της, αλλά όμως το πρόσωπό της σου έδινε μια εντύπωση από το πέρασμα πολλών χρόνων. Πρέπει να έφταιγαν τα μαλλιά. Η άλλη Άες Σεντάι ήταν σαν το είδωλό της στον καθρέφτη· ίσως να ήταν στ’ αλήθεια αδελφές. «Με λένε Βαντέν Ναμέλ»

Ο Ματ δεν είχε διάθεση να μιλήσει για το ότι ήταν τάβίρεν. Ποτέ δεν είχε τέτοια διάθεση, και σίγουρα δεν είχε τώρα. «Τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες που άκουσα, ότι θέλει πεντ’ έξι μέρες για να φτάσουμε στο Έμπου Νταρ;» Ο ηλικιωμένος Πρόμαχος όρθωσε το κορμί του, ρίχνοντάς του ένα σκληρό βλέμμα, και ο Ματ άλλαξε γνώμη και γι’ αυτόν· ήταν λιπόσαρκος, μα τραχύς σαν γέρικη ρίζα. Τίποτα απ’ αυτά δεν έκαναν τον τόνο του να αλλάξει. «Μπορείς να ανοίξεις πύλη μπροστά στο Έμπου Νταρ. Δεν είμαστε κανένας στρατός που θα τρομάξει τον κόσμο, κι όσο για το ότι θα εμφανιστούμε ουρανοκατέβατοι, ε, είσαι Άες Σεντάι. Οι άνθρωποι το περιμένουν από σας να έρχεστε ουρανοκατέβατες και να περνάτε μέσα από τοίχους».

«Φοβάμαι ότι μιλάς σε λάθος μέλος της ομάδας μας», είπε η Βαντέν. Ο Ματ, κοίταξε την άλλη ασπρομάλλα, η οποία κούνησε το κεφάλι ενώ η Βαντέν έλεγε, «Φοβάμαι πως δεν εννοώ την Αντελέας. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν είμαστε αρκετά δυνατές για να κάνουμε αυτά τα καινούρια πράγματα».

Ο Ματ δίστασε και ύστερα έστρωσε το καπέλο πιο βαθιά στο κεφάλι του και γύρισε προς την Ηλαίην.

Εκείνη σήκωσε το πηγούνι. «Φαίνεται πως ξέρεις λιγότερα απ’ όσα νομίζεις ότι ξέρεις, Αφέντη Κώθον», του είπε ψυχρά. Ο Ματ συνειδητοποίησε ότι η Ηλαίην δεν ίδρωνε, όπως και δεν ίδρωναν οι δύο Άες Σεντάι... οι άλλες δύο Άες Σεντάι. Η Κυνηγός τον κοίταζε επιθετικά. Μήπως την είχε τσιμπήσει καμιά μύγα; «Σε ακτίνα εκατό μιλίων γύρω από το Έμπου Νταρ υπάρχουν χωριά και φάρμες», συνέχισε η Ηλαίην, εξηγώντας το προφανές σ’ έναν χαζό. «Είναι επικίνδυνο πράγμα η πύλη. Δεν θέλω να σκοτώσω τα πρόβατα ή τα γελάδια κάποιου φουκαρά, και πολύ λιγότερο τον ίδιο τον φουκαρά».

Δεν τον ενόχλησε μόνο ο τόνος της. Είχε δίκιο, και τον ενοχλούσε κι αυτό. Αλλά δεν θα το παραδεχόταν μπροστά της, και ψάχνοντας για διέξοδο, είδε την Εγκουέν να βγαίνει από το χωριό με πάνω από δυο ντουζίνες Άες Σεντάι, που οι περισσότερες φορούσαν κροσσωτά επώμια. Για την ακρίβεια, η Εγκουέν ερχόταν και οι άλλες την ακολουθούσαν. Κρατούσε το κεφάλι υψωμένο, το βλέμμα ίσια μπροστά, το ριγωτό επιτραχήλιο κρεμόταν γύρω από το λαιμό της. Οι άλλες βάδιζαν λίγο πιο πίσω της σχηματίζοντας ομαδούλες. Η Σέριαμ, που φορούσε γαλάζιο επιτραχήλιο Τηρήτριας, μιλούσε με τη Μυρέλ και με μια Άες Σεντάι με αδρό πρόσωπο που είχε μητρικό ύφος. Δεν αναγνώριζε κάποια άλλη εκτός από τη Ντελάνα —μία τους είχε γκρίζα μαλλιά χτενισμένα κότσο· πόσων χρονών έπρεπε να γίνουν οι Άες Σεντάι για να γκριζάρουν ή να ασπρίσουν τα μαλλιά τους;— όμως όλες μιλούσαν μεταξύ τους, αγνοώντας τη γυναίκα την οποία είχαν αναδείξει Άμερλιν. Αυτή προχωρούσε λες και ήταν μόνη της· έμοιαζε να είναι μόνη της. Ο Ματ που την ήξερε καταλάβαινε ότι προσπαθούσε να γίνει αυτό που την είχαν εκλέξει, αλλά αυτές την άφηναν να περπατά μόνη της, μπροστά στα μάτια ολωνών.