Выбрать главу

Στο Χάσμα του Χαμού να πάνε αν νομίζουν ότι μπορούν να φέρονται με τέτοιο τρόπο σε μια γυναίκα των Δύο Ποταμών, σκέφτηκε βλοσυρά.

Προχώρησε με μεγάλα βήματα για να συναντήσει την Εγκουέν, έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε, όσο πιο καλά μπορούσε — όταν χρειαζόταν, ήξερε να κάνει τις πιο φανταχτερές υποκλίσεις. «Καλή σου μέρα, Μητέρα, και το Φως να σε φωτίζει», είπε, αρκετά δυνατά για να τον ακούσουν ως το χωριό. Γονάτισε, έπιασε το δεξί της χέρι και φίλησε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού τη. Έστειλε μια γοργή, άγρια ματιά και μια γκριμάτσα στον Ταλμέηνς και τους υπόλοιπους —τον έκρυβε η Εγκουέν κι έτσι αυτό δεν το είδαν οι άλλες πίσω της— κι έτσι οι άνδρες του γονάτισαν και φώναξαν, «Το Φως να λάμπει πάνω σου, Μητέρα» και διάφορες παραλλαγές. Ακόμα και ο Θομ με τον Τζούιλιν.

Η Εγκουέν στην αρχή ξαφνιάστηκε, αν και το έκρυψε γρήγορα. Ύστερα χαμογέλασε και είπε μαλακά, «Σ’ ευχαριστώ, Ματ».

Για μια στιγμή εκείνος έμεινε να την κοιτάζει, κι ύστερα ξερόβηξε και σηκώθηκε όρθιος, ξεσκονίζοντας το παντελόνι του στα γόνατα. Η Σέριαμ και οι άλλες πίσω από την Εγκουέν τον έτρωγαν με τα μάτια. «Δεν σε περίμενα εδώ πέρα», της είπε με χαμηλή φωνή, «αλλά βέβαια φαίνεται ότι είναι πολλά αυτά που δεν περίμενα. Πάντα ξεπροβοδίζει η Έδρα της Άμερλιν όσους φεύγουν ταξίδι; Δεν πιστεύω να μου πεις τώρα τι σημαίνουν όλα αυτά, ε;»

Στην αρχή του φάνηκε ότι θα του τα έλεγε, αλλά μετά εκείνη έσφιξε ελαφρά το στόμα της για μια στιγμή και κούνησε ελαφρά το κεφάλι. «Πάντοτε θα ξεπροβοδίζω τους φίλους, Ματ. Θα σου μιλούσα πριν από αυτή τη στιγμή, αλλά ήμουν πνιγμένη. Ματ, προσπάθησε να μην μπλέξεις εκεί στο Έμπου Νταρ».

Αυτός την κοίταξε αγανακτισμένος. Είχε σπεύσει να γονατίσει και να της φιλήσει το δαχτυλίδι, αλλά σε ανταπόδοση εκείνη του έλεγε να μην μπλέξει σε μπελάδες, ενώ ο σκοπός του ήταν να βοηθήσει την Ηλαίην και τη Νυνάβε. «Θα προσπαθήσω, Μητέρα», είπε με σαρκασμό, αλλά όχι έντονα. Η Σέριαμ και κάποιες από τις άλλες ίσως ήταν αρκετά κοντά για να τον ακούσουν. «Αν με συγχωρήσεις, πρέπει να πάω στους άνδρες μου».

Έκανε άλλη μια υπόκλιση, οπισθοχώρησε μερικά βήματα, και μετά προχώρησε γοργά προς τον Ταλμέηνς και τους άλλους που ήταν ακόμα γονατισμένοι. «Θα κάτσετε έτσι μέχρι να βγάλετε ρίζες;» μούγκρισε. «Στ’ άλογα». Ακολούθησε και ο ίδιος τη διαταγή του, και όλοι σκαρφάλωσαν στη σέλα εκτός από τον Ταλμέηνς.

Η Εγκουέν αντάλλαξε μερικές κουβέντες με την Ηλαίην και τη Νυνάβε, ενώ η Βαντέν και η Αντελέας πήγαν να μιλήσουν με τη Σέριαμ, και μετά ήρθε η ώρα, τόσο απότομα μετά από τόση χρονοτριβή. Ο Ματ σχεδόν περίμενε κάποια τελετή, μιας και η Εγκουέν ήταν εκεί με το επιτραχήλιο της Άμερλιν, όμως εκείνη και οι άλλες που δεν θα έρχονταν απλώς αποτραβήχτηκαν λιγάκι. Η Ηλαίην βγήκε μπροστά, και ξαφνικά φάνηκε μια χαρακιά φωτός εκεί μπροστά της, που πλάτυνε κι έγινε τρύπα, με τη θέα εντός να δείχνει ένα λοφίσκο σκεπασμένο από ξερό γρασίδι. Η τρύπα περιστράφηκε και σταμάτησε. Έτσι όπως το έκανε ο Ραντ. Σχεδόν έτσι.

«Αφιππεύσατε», διέταξε ο Ματ. Η Ηλαίην φαινόταν ευχαριστημένη από τον εαυτό της —δεν θα υποψιαζόσουν ποτέ τι είδους γυναίκα ήταν από κείνο το ενθουσιασμένο χαμόγελο με το οποίο ζητούσε από τη Νυνάβε και την Αβιέντα να συμμεριστούν τη χαρά της— αλλά, είτε ήταν ευχαριστημένη είτε όχι, η πύλη δεν ήταν μεγάλη σαν την πύλη που είχε κάνει ο Ραντ για την Ομάδα. Φυσικά, τώρα ήταν λιγότεροι από την Ομάδα, μα αν μην τι άλλο θα μπορούσε να την είχε κάνει αρκετά ψηλή για να περάσουν καβάλα.

Στην άλλη άκρη, χαμηλοί, κυματιστοί λόφοι με ξεραμένο γρασίδι έφταναν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του Ματ, ακόμα κι όταν ξανανέβηκε στον Πιπς, αν και μια σκοτεινιά στο βάθος έδειχνε ότι εκεί υπήρχε δάσος. Ήταν λόφοι όλο χώμα.

«Δεν πρέπει να ζορίσουμε πολύ τα άλογα εδώ», είπε η Αντελέας, ανεβαίνοντας με ευκολία στη στρογγυλή καφέγκριζη φοράδα της μόλις εξαφανίστηκε η πύλη. Η θέση του ζώου έμοιαζε να είναι στην ποτίστρα του, όχι σε ταξίδια.