Выбрать главу

«Α, όχι βέβαια», είπε η Βαντέν. Το άλογό της ήταν ένα μαύρο μουνούχι με χοντροκαμωμένα πλευρά και ανάλαφρο βηματισμό. Οι δύο τους ξεκίνησαν προς το νότο, κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να τις ακολουθήσουν. Ο ηλικιωμένος Πρόμαχος τις ακολούθησε ακριβώς από πίσω τους.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην αντάλλαξαν ενοχλημένες ματιές και ύστερα κλώτσησαν τις φοράδες τους για να προφτάσουν τις άλλες γυναίκες, με τις οπλές να σηκώνουν σκόνη ώσπου τις πρόφτασαν. Η κυνηγός με τις κίτρινες κορδέλες τις ακολούθησε όπως ο Πρόμαχος είχε ακολουθήσει το άλλο ζευγάρι.

Ο Ματ αναστέναξε, έλυσε το μαύρο μαντίλι που φορούσε στο λαιμό και το έδεσε πάνω από το στόμα και τη μύτη του. Μπορεί να απολάμβανε το θέαμα των δύο μεγαλύτερων Άες Σεντάι που θα δίδασκαν τρόπους στις άλλες δύο, όμως αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια ήταν ένα ήσυχο ταξίδι, μια σύντομη διαμονή στο Έμπου Νταρ, και ένα γρήγορο άλμα πίσω στο Σαλιντάρ πριν η Εγκουέν κάνει τίποτα βλακώδες και ανεπανόρθωτο. Οι γυναίκες πάντα τον έβαζαν σε μπελάδες· δεν καταλάβαινε πώς γινόταν αυτό.

Όταν έσβησε η πύλη, η Εγκουέν αναστέναξε. Ίσως η Ηλαίην και η Νυνάβε κατάφερναν να μην μπλέξει σε μεγάλους μπελάδες ο Ματ. Το να μην έμπλεκε καθόλου μάλλον θα ήταν ακατόρθωτο. Ένιωσε τύψεις μέσα της που τον είχε εκμεταλλευτεί, αλλά ο Ματ ίσως απέβαινε χρήσιμος τώρα που τους είχε έρθει, και έπρεπε να τον απομακρύνει από την Ομάδα. Εκτός αυτού, του άξιζε. Ίσως η Ηλαίην κατάφερνε να του μάθει τρόπους.

Στράφηκε προς τις άλλες, την Αίθουσα και τη Σέριαμ με την κλίκα της, και είπε, «Τώρα πρέπει να συνεχίσουμε μ’ αυτό που ετοιμάζουμε».

Όλα τα μάτια στράφηκαν στον Καιρχινό με το σκούρο σακάκι που εκείνη τη στιγμή ανέβαινε στο άλογο του κοντά στα δένδρα. Η Εγκουέν είχε την εντύπωση πως το όνομά του ήταν Ταλμέηνς, έτσι είχε πει ο Ματ· δεν είχε τολμήσει να του κάνει πολλές ερωτήσεις. Εκείνος τις κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή και κούνησε το κεφάλι πριν χαθεί στο δάσος.

«Είναι από τους ανθρώπους που σε βάζουν σε μπελάδες», είπε η Ρομάντα.

Η Λελαίν ένευσε. «Καλά θα κάνουμε να κρατάμε αποστάσεις απ’ αυτούς».

Η Εγκουέν συγκράτησε το χαμόγελό της. Η Ομάδα του Ραντ είχε εξυπηρετήσει τον πρώτο σκοπό της, όμως πολλά εξαρτώνταν από το τι εντολές είχε αφήσει ο Ματ στον Ταλμέηνς. Σκέφτηκε ότι σ’ αυτό το ζήτημα, μπορούσε να βασίζεται στον Ματ. Η Σιουάν είχε πει ότι ο άλλος, ο Βάνιν, είχε ξετρυπώσει πράγματα πριν η ίδια βρει ευκαιρία να του τα βάλει κάτω από τη μύτη του. Κι αν ήταν να «βάλει μυαλό» και να προσφύγει στην Ομάδα για προστασία, τότε η Ομάδα θα έπρεπε να είναι κοντά της. «Πάμε στα άλογά μας;» είπε. «Αν φύγουμε τώρα, θα προλάβουμε τον Άρχοντα Μπράυν πριν το ηλιοβασίλεμα».

45

Μια Πικρή Σκέψη

Καθώς ο Βίλναρ οδηγούσε την έφιππη περίπολό του στους δρόμους της Νέας Πόλης, όχι πολύ μακριά από το ψηλό εξωτερικό τείχος της πόλης, με τις γκρίζες πέτρες που γέμιζαν ασημένιες και λευκές πινελιές στον ήλιο του καταμεσήμερου, σκεφτόταν να ξυρίσει τη γενειάδα του. Κάποιοι είχαν ήδη ξυριστεί· ακόμα κι αν όλοι έλεγαν ότι η ζέστη ήταν αφύσικη, στη Σαλδαία πρέπει να είχε σχετική δροσιά.

Ήταν ασφαλές που άφηνε τις σκέψεις του να περιπλανιούνται. Μπορούσε να οδηγήσει το άλογο του ακόμα και κοιμισμένος, και μόνο ο πιο παράτολμος πορτοφολάς θα ασκούσε το επάγγελμά του κοντά σε δέκα Σαλδαίους. Προχωρούσαν τυχαία έτσι ώστε να μην ξέρει κανείς κλέφτης πού ήταν ασφαλής. Η αλήθεια ήταν ότι συχνότερα, αντί να συλλαμβάνουν κλέφτες, απλώς έπιαναν αυτούς που έρχονταν μόνοι τους. Οι πιο σκληροί νταήδες του Κάεμλυν έρχονταν τρέχοντας στους Σαλδαίους για να τους μαζέψουν πριν πέσουν στα χέρια των Αελιτών. Έτσι ο Βίλναρ είχε ένα μάτι στο δρόμο και άφηνε το νου του να τριγυρνά. Σκεφτόταν την κοπέλα του στην πατρίδα του, το Μέχαρ, που ήθελε να την παντρευτεί· ο πατέρας της Τερυάν ήταν έμπορος και ήθελε ένα στρατιώτη για γαμπρό του, ίσως πιο πολύ απ’ όσο ήθελε η Τερυάν στρατιώτη για σύζυγο της. Σκεφτόταν το παιχνίδι που του είχαν προτείνει οι Αελίτισσες· το Φιλί της Κόρης φαινόταν εκ πρώτης όψεως αθώο, αλλά τα μάτια τους άστραφταν με τρόπο που δεν του άρεσε. Κυρίως, όμως, σκεφτόταν τις Άες Σεντάι.

Ο Βίλναρ ανέκαθεν ήθελε να δει μια Άες Σεντάι, και δεν υπήρχε καλύτερο μέρος γι’ αυτό από το Κάεμλυν τώρα, εκτός αν κάποια μέρα ταξίδευε στην Ταρ Βάλον. Απ’ ό,τι φαινόταν, το Κάεμλυν είχε γεμίσει Άες Σεντάι. Είχε πάει στο Κυνηγόσκυλο του Κουλαίν, όπου κατά τις φήμες υπήρχαν εκατό από δαύτες, αλλά την τελευταία στιγμή δεν είχε καταφέρει να πείσει τον εαυτό του να μπει. Ήταν αρκετά γενναίος με ένα σπαθί στο χέρι και ένα άλογο ανάμεσα στα πόδια του όταν αντιμετώπιζε άνδρες ή Τρόλοκ, όμως στη σκέψη των Άες Σεντάι του κόβονταν τα γόνατα. Εκτός αυτού, το πανδοχείο αποκλείεται να χωρούσε εκατό γυναίκες, και από τις κοπέλες που είδε καμία δεν μπορούσε να ήταν Άες Σεντάι. Είχε πάει και στο Στέμμα των Ρόδων, και είχε κάτσει να βλέπει από την απέναντι μεριά του δρόμου, όμως δεν ήταν σίγουρος αν κάποια από τις γυναίκες που είχε δει ήταν Άες Σεντάι, και γι’ αυτό ένιωθε σίγουρος ότι δεν ήταν.