Выбрать главу

Λοξοκοίταξε μια λεπτή γυναίκα με πλατιά μύτη που έβγαινε από ένα ψηλό σπίτι που πρέπει να ανήκε σε κάποιον έμπορο· η γυναίκα στάθηκε συνοφρυωμένη στο δρόμο πριν τελικά φορέσει ένα ψάθινο καπέλο με πλατύ γύρο και φύγει βιαστικά. Ο Βίλναρ κούνησε το κεφάλι του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πόσων χρονών ήταν η γυναίκα, αλλά αυτό δεν αρκούσε. Ήξερε πώς να αναγνωρίσει μια Άες Σεντάι. Άσε τον Τζίνταρ να ισχυρίζεται πως ήταν τόσο όμορφες που σκότωναν άνδρα με το χαμόγελό τους, άσε τον Ρίσεν να επιμένει πως ήταν μισό μέτρο ψηλότερες από τους άνδρες. Ο Βίλναρ ήξερε ότι τις γνώριζες από το πρόσωπο, το αγέραστο πρόσωπο μιας αθάνατης. Σίγουρα αυτό θα ήταν αδύνατο να το παραγνωρίσεις.

Όταν η περίπολος έφτασε αντίκρυ στην Πύλη της Ασπρογέφυρας, με τη θολωτή αψίδα και τους πύργους της, ο Βίλναρ ξέχασε τις Άες Σεντάι. Έξω απλωνόταν μια υπαίθρια αγορά κατά μήκος του δρόμου, με επιμήκη, πέτρινα υπόστεγα με κόκκινα και μωβ κεραμίδια, μαντριά γεμάτα μοσχαράκια και γουρούνια και πρόβατα, κότες και πάπιες και χήνες, πάγκοι που πουλούσαν τα πάντα, από φασόλια μέχρι γογγύλια. Συνήθως σ’ αυτές τις αγορές γινόταν χαλασμός κόσμου από τους αγρότες που διαλαλούσαν τα εμπορεύματά τους, αλλά τώρα, αν εξαιρούσες τον αχό των ζώων, η σιγή έπεφτε σ’ ολόκληρη την αγορά και πλησίαζε την πύλη, ακολουθώντας μια από τις πιο παράξενες πομπές που είχε δει ποτέ ο Βίλναρ.

Ο κορμός της ήταν μια μακριά φάλαγγα από έφιππους αγρότες σε τετράδες, και παραπίσω υπήρχαν άμαξες. Σίγουρα ήταν αγρότες, το έδειχναν τα τραχιά σακάκια τους, όμως όσοι ήταν μπροστά στο βλέμμα του Βίλναρ είχαν περασμένα στην πλάτη τα πιο μακριά τόξα που είχε δει ποτέ του, στο ένα πλευρό φαρέτρα και στο άλλο μακρύ μαχαίρι ή κοντή σπάθα. Στην αρχή της πομπής ήταν ένα λευκό λάβαρο με κόκκινη μπορντούρα που έδειχνε το κεφάλι ενός λύκου, και ένα μια ομάδα ανθρώπων πολυποίκιλη όσο η φάλαγγα. Υπήρχαν τρεις Αελίτες, φυσικά πεζοί, οι δύο εκ των οποίων Κόρες, και ένας άνδρας που το χτυπητό πράσινο ριγέ σακάκι του και το εκτυφλωτικά κίτρινο παντελόνι του έδειχναν ότι ήταν Μάστορας, μόνο που είχε σπαθί στην πλάτη. Έσερνε ένα άλογο μεγάλο σαν Νασούνικο άλογο φορτίου, με σέλα που προοριζόταν για γίγαντα. Ο αρχηγός έμοιαζε να είναι ένας άνδρας με ογκώδεις πλάτες που είχε κατσαρά μαλλιά και κοντή γενειάδα, έφερε έναν απειλητικό πέλεκυ στη ζώνη του, και πλάι του ερχόταν καβάλα μια Σαλδαία με στενό σχιστό φόρεμα που όλο σήκωνε το βλέμμα της πάνω του με την πιο στοργική...

Ο Βίλναρ κάθισε πιο μπροστά στη σέλα του. Την ήξερε αυτή τη γυναίκα. Σκέφτηκε τον Άρχοντα Μπασίρε, που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο Βασιλικό Παλάτι. Επίσης σκέφτηκε την Αρχόντισσα Ντέιρα, και η καρδιά του πάγωσε· ήταν κι αυτή στο παλάτι. Αν κάποια Άες Σεντάι ανέμιζε το χέρι και μεταμόρφωνε τη φάλαγγα σε Τρόλοκ, ο Βίλναρ θα πηδούσε από τη χαρά του. Ίσως αυτό να ήταν το τίμημα της ονειροπόλησης. Αν είχε το νου του στραμμένο στα καθήκοντα του, η περίπολος θα είχε προσπεράσει εδώ και ώρα αυτό το σημείο. Πάντως είχε τις διαταγές σου.

Αναρωτήθηκε αν η Αρχόντισσα Ντέιρα θα του έπαιρνε το κεφάλι και παράταξε τους άνδρες του στην πύλη.

Ο Πέριν άφησε το καφεγκρίζο άλογο του να πλησιάσει στα δέκα βήματα από την είσοδο της πόλης πριν τραβήξει τα χαλινάρια. Ο Γοργοπόδης χάρηκε για τη στάση· δεν του άρεσε η κάψα. Οι καβαλάρηδες που έφραζαν την πύλη ήταν Σαλδαίοι, αν έκρινε από τις χοντρές μύτες και τα γερτά μάτια· μερικοί έτρεφαν γυαλιστερές μελαχρινές γενειάδες, μερικοί πυκνά μουστάκια, και μερικοί ήταν καλοξυρισμένοι. Όλοι οι άνδρες εκτός από έναν είχαν το χέρι στη λαβή του σπαθιού τους. Ο αέρας αργοσάλευε πάνω τους, χωρίς να είναι ακριβώς άνεμος· δεν ανέδιδαν την οσμή του φόβου. Ο Πέριν κοίταξε τη Φάιλε, όμως εκείνη είχε σκύψει πάνω από την καμπουριασμένη ράχη της Σουώλοου, ενώ καταγινόταν με τα λουριά της μαύρης φοράδας· μύριζε σαπούνι από βότανα, και ταραχή. Είχαν ακούσει το νέο για Σαλδαίους στο Κάεμλυν εδώ και διακόσια μίλια ή και περισσότερα, και υποτίθεται πως είχαν επικεφαλής τον πατέρα της Φάιλε. Αυτό δεν φαινόταν να ανησυχεί τη Φάιλε, όμως ήταν σίγουρη πως θα ήταν στο Κάεμλυν και η μητέρα της. Έλεγε πως ούτε αυτό την ανησυχούσε.

«Δεν χρειαζόμαστε καν τους τοξότες», είπε χαμηλόφωνα ο Άραμ, χαϊδεύοντας τη λαβή που ξεπρόβαλλε πάνω από τον ώμο του. Τα μαύρα μάτια του έδειχναν προσμονή, κι αυτή τη μυρωδιά ανέδιδε. «Είναι μόνο δέκα φρουροί. Εγώ κι εσύ μπορούμε μόνοι μας να τους μακελέψουμε». Ο Γκαούλ είχε βάλει το πέπλο του, και σχεδόν σίγουρα είχαν κάνει το ίδιο η Μπάιν και η Τσιάντ που ήταν από την άλλη μεριά της Φάιλε.