Выбрать главу

«Ούτε τοξότες, ούτε μακελέματα», είπε ο Πέριν. «Ούτε και λόγχες, Γκαούλ». Δεν είπε τίποτα στη Μπάιν και στην Τσιάντ· εκείνες ούτως ή άλλως άκουγαν μόνο τη Φάιλε. Που το ύφος της έλεγε ότι θα αργούσε να βγάλει άχνα. Ο Γκαούλ απλώς κατέβασε το πέπλο του, σηκώνοντας τους ώμους· ο Άραμ συνοφρυώθηκε απογοητευμένος.

Ο Πέριν κράτησε την πράα έκφραση του καθώς γυρνούσε πάλι προς τους Σαλδαίους. Κάποιοι άνθρωποι ένιωθαν νευρικότητα όταν έβλεπαν τα κιτρινόχρυσα μάτια του. «Το όνομά μου είναι Πέριν Αϋμπάρα. Νομίζω πως ο Ραντ αλ’Θόρ θα θέλει να με δει».

Ο γενειοφόρος που δεν είχε αγγίξει το σπαθί του έκανε μια μικρή υπόκλιση από τη σέλα. «Είμαι ο Βίλναρ Μπαράντα, Άρχοντα Αϋμπάρα, Ανθυπολοχαγός, σπαθορκισμένος του Άρχοντα Ντάβραμ Μπασίρε». Το είπε με στεντόρεια φωνή, και τώρα που το σκεφτόταν ο Πέριν, ο Βίλναρ είχε αποφύγει να κοιτάξει τη Φάιλε. Εκείνη αναστέναξε όταν μνημονεύθηκε το όνομα του πατέρα της και κοίταξε κατσουφιασμένη τον Μπαράντα, ακόμα πιο έντονα όταν εκείνος συνέχισε να την αγνοεί. «Οι διαταγές του Άρχοντα Μπασίρε», συνέχισε ο άλλος, και πρόσθεσε, σαν ύστερη σκέψη, «και του Άρχοντα Δράκοντα, είναι να μην μπαίνει κανένας ευγενής στο Κάεμλυν με περισσότερους από είκοσι ένοπλους ή πενήντα υπηρέτες».

Ο Άραμ ανακάθισε στο άλογο του. Ήταν ακόμα πιο σχολαστικός κι από τη Φάιλε στο θέμα της υποτιθέμενης τιμής του Πέριν, κι αυτό κάτι έλεγε, όμως, δόξα στο Φως, δεν θα ξιφουλκούσε αν δεν του το έλεγε ο Πέριν.

Ο Πέριν μίλησε πάνω από τον ώμο του. «Ντάνιλ, πάρε τους όλους πίσω σε κείνο το λιβαδάκι που προσπεράσαμε πριν τρία μίλια και στήστε στρατόπεδο. Αν εμφανιστεί κανένας αγρότης να παραπονεθεί, δώσε του λίγο χρυσάφι και γλυκομίλα του. Πες του ότι θα πληρωθεί για τυχόν ζημιές. Άραμ, πήγαινε μαζί τους».

Ο Ντάνιλ Λιούιν, ψηλολέλεκας με χοντρό μουστάκι που σχεδόν έκρυβε το στόμα του, άγγιξε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων το μέτωπό του παρ’ όλο που ο Πέριν του είχε πει τόσες φορές ότι ένα απλό «εντάξει» ήταν αρκετό, κι αμέσως άρχισε να δίνει διαταγές για να γυρίσουν όλοι προς τα πίσω. Ο Άραμ μούδιασε, φυσικά —δεν του άρεσε να βρίσκεται μακριά από τον Πέριν— αλλά δεν είπε τίποτα. Μερικές φορές ο Πέριν σκεφτόταν ότι είχε αποκτήσει ένα κυνηγόσκυλο στο πρόσωπο του πρώην Μάστορα. Δεν ήταν καλό για έναν άνδρα να φέρεται έτσι, αλλά ο Πέριν δεν ήξερε τι να κάνει γι’ αυτό.

Περίμενε πως η Φάιλε θα είχε πολλά να πει για τη διαταγή του να επιστρέψουν όλοι πίσω —περίμενε ότι θα ανέφερε το υποτιθέμενο κύρος του και θα επέμενε να φέρει τους είκοσι που είχε αναφέρει ο Μπαράντα, κι επίσης όσο περισσότερους μπορούσε από τους πενήντα— αλλά εκείνη έγερνε από τη σέλα της για να μιλήσει ψιθυριστά με τη Μπάιν και την Τσιάντ. Προσπάθησε να μην τις ακούει, παρ’ όλο που έπιανε μερικά αποσπάσματα λέξεων. Κάτι για άνδρες, το οποίο έβρισκαν διασκεδαστικό· οι γυναίκες η το έβρισκαν διασκεδαστικό ή τις έπιανε θυμός όταν μιλούσαν για άνδρες. Η Φάιλε ήταν ο λόγος που ο Πέριν είχε τόσο κόσμο συνοδεία πίσω του, και το λάβαρο επίσης, αν και ακόμα δεν είχε καταλάβει πώς το είχε κάνει. Υπήρχαν υπηρέτες στις άμαξες, άνδρες και γυναίκες που φορούσαν λιβρέες με τη λυκοκεφαλή στον ώμο. Δεν είχαν παραπονεθεί ούτε ακόμα και οι άνθρωποι των Δύο Ποταμών· έμοιαζαν περήφανοι γι’ αυτό όσο και οι πρόσφυγες.

«Είναι ικανοποιητικό αυτό;» ρώτησε τον Μπαράντα. «Μπορείς να μας συνοδεύσεις ως τον Ραντ, αν δεν θέλεις να τριγυρνάμε αδέσποτοι».

«Νομίζω...» Τα μαύρα μάτια του Μπαράντα πετάχτηκαν για μια στιγμή στη Φάιλε. «Νομίζω αυτό θα ήταν το καλύτερο».

Η Φάιλε κάθισε κανονικά στη σέλα, ενώ η Μπάιν και η Τσιάντ έτρεχαν στη σειρά των καβαλάρηδων και περνούσαν ανάμεσά τους σαν αυτοί να μην υπήρχαν. Οι Σαλδαίοι δεν έδειξαν καν να ξαφνιάζονται, αλλά βέβαια πρέπει να ήταν μαθημένοι από Αελίτες· όλες οι φήμες έλεγαν ότι το Κάεμλυν ήταν ήδη γεμάτο Αελίτες.

«Πρέπει να βρω τους λογχαδελφούς μου», είπε απότομα ο Γκαούλ. «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά, Πέριν Αϋμπάρα». Και χίμηξε στο κατόπιν των γυναικών. Η Φάιλε έκρυψε το χαμόγελό της πίσω από το χέρι της με το γκρίζο γάντι.

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Ο Γκαούλ ήθελε να τον παντρευτεί η Τσιάντ, όμως, σύμφωνα με τα Αελίτικα έθιμα, έπρεπε να του το ζητήσει, και παρ’ όλο που, σύμφωνα με τη Φάιλε εκείνη ήταν πρόθυμη να είναι η ερωμένη του, δεν θα εγκατέλειπε τη λόγχη για να παντρευτεί. Αυτός έμοιαζε προσβεβλημένος όσο θα ήταν και μια κοπέλα των Δύο Ποταμών υπό τις ίδιες συνθήκες. Η Μπάιν έμοιαζε να είναι μπλεγμένη με κάποιον τρόπο κι αυτή. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε πώς. Η Φάιλε ισχυριζόταν πως δεν ήξερε, αλλά η άρνησή της είχε κάτι το βιαστικό, και ο Γκαούλ μούτρωνε όταν τον ρωτούσε. Παράξενοι άνθρωποι.