Выбрать главу

Οι Σαλδαίοι διέσχισαν τα πλήθη, όμως ο Πέριν δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στα πλήθη και την πόλη. Είχε δει μια φορά το Κάεμλυν, ένα μέρος του, και δεν του πολυάρεσαν πια οι πόλεις. Οι λύκοι σπανίως πλησίαζαν τις πόλεις· δυο μέρες είχε να αισθανθεί κανέναν τους. Περιεργαζόταν τη γυναίκα του με λοξές ματιές, προσπαθώντας να μην τον προσέξει εκείνη. Δεν θα πείραζε αν την κοίταζε απροκάλυπτα. Η Φάιλε πάντα ίππευε με το κορμί ολόρθο, όμως τώρα ήταν παγωμένη στη σέλα της κι αγριοκοίταζε την πλάτη του Μπαράντα. Οι ώμοι εκείνου ήταν καμπουριασμένοι, λες κι ένιωθε το βλέμμα της. Ακόμα και ένα γεράκι δεν θα είχε πιο άγριο βλέμμα από τη Φάιλε.

Ο Πέριν υπέθετε πως η Φάιλε σκεφτόταν το ίδιο πράγμα που σκεφτόταν κι αυτός, αν και όχι με τον ίδιο τρόπο. Τον πατέρα της. Μπορεί εκείνη να όφειλε μερικές εξηγήσεις —αφού στο κάτω-κάτω το είχε σκάσει για να γίνει Κυνηγός του Κέρατος— όμως ο Πέριν ήταν αυτός που θα αναγκαζόταν να σταθεί ενώπιον του Άρχοντα του Μπαράντα, του Τυρ και του Σιντόνα, για να του πει ότι ένας σιδεράς είχε παντρευτεί την κόρη και κληρονόμο του. Ο Πέριν το περίμενε με αδημονία. Δεν θεωρούσε τον εαυτό του ιδιαίτερα γενναίο —δεν ήταν γενναιότητα το να κάνεις αυτό που έπρεπε— αλλά ποτέ πριν από τώρα δεν είχε σκεφτεί ότι ίσως ήταν δειλός. Το στόμα του είχε ξεραθεί στη σκέψη του πατέρα της Φάιλε. Ίσως έπρεπε να επιβλέψει το στήσιμο του στρατοπέδου. Αν καθόταν να γράψει ένα προσεκτικά διατυπωμένο γράμμα, ίσως του έπαιρνε δυο ή τρεις μέρες. Ή ίσως περισσότερες. Δεν ήταν καλός με τα λόγια.

Η εικόνα του πορφυρού λάβαρου που ανέμιζε τεμπέλικα πάνω από το Βασιλικό Παλάτι τον ξανάφερε απότομα στην πραγματικότητα. Οι φήμες μιλούσαν γι’ αυτό. Ο Πέριν ήξερε πως δεν ήταν το Λάβαρο του Δράκοντα, ό,τι κι αν έλεγαν οι φήμες —μερικοί ισχυρίζονταν πως σήμαινε ότι οι Άες Σεντάι υπηρετούσαν τον Ραντ· άλλοι, ότι αυτός τις υπηρετούσε—και αναρωτήθηκε γιατί ο Ραντ δεν ύψωνε το Λάβαρο του Δράκοντα. Ένιωθε ακόμα τον Ραντ να τον έλκει, ο ανώτερος τα’βίρεν που τραβούσε έναν κατώτερο. Η έλξη δεν του έλεγε πού βρισκόταν ο Ραντ· δεν ήταν τέτοιου είδους. Είχε αφήσει πίσω του τους Δύο Ποταμούς και περιμένοντας ότι το ταξίδι θα τον πήγαινε ως το Δάκρυ ή κάπου αλλού που μόνο το Φως ήξερε πού ήταν, και ο κατακλυσμός από φήμες και ιστορίες που εξαπλώνονταν στα δυτικά ήταν το μόνο που τον είχε φέρει εδώ στο Άντορ. Μερικές ανησυχητικές ιστορίες και φήμες. Όχι, αυτό που ένιωθε έμοιαζε περισσότερο με μια ανάγκη να βρεθεί κοντά στον Ραντ, ή ίσως με την ανάγκη του Ραντ για τον Πέριν, σαν μια φαγούρα ανάμεσα στους ώμους του την οποία δεν μπορούσε να ξύσει. Τώρα ένιωθε ότι σε λίγο θα την έξυνε, αν και σχεδόν ευχόταν το αντίθετο. Είχε ένα όνειρο, που αν το μάθαινε η Φάιλε θα έβαζε τα γέλια, τέτοιος περιπετειώδης τύπος που ήταν. Ονειρευόταν να ζήσει σε ένα μικρό σπιτάκι μαζί της, κάπου στην εξοχή, μακριά από πόλεις και αναταραχές. Πάντα υπήρχε αναταραχή γύρω από τον Ραντ. Όμως ο Ραντ τον χρειαζόταν, και ο Πέριν θα έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει.

Έφτασαν σε μια μεγάλη αυλή με κολώνες ολόγυρα, στην οποία έβλεπαν μαρμάρινες βεράντες και μυτεροί οβελίσκοι. Ο Πέριν έβγαλε τη σέλα του που τη βάραινε ο πέλεκυς και την άφησε στη σέλα —ένιωσε ανακούφιση που θα την ξεφορτωνόταν για λιγάκι— και δύο υπηρέτες με λευκούς χιτώνες, ένας άνδρας και μια γυναίκα, πήραν τον Γοργοπόδη και τη Σουώλοου. Με λιτές κουβέντες, ο Μπαράντα παρέδωσε τον Πέριν και τη Φάιλε σε μερικούς Αελίτες με παγερό βλέμμα —πολλοί απ’ αυτούς φορούσαν πορφυρούς κεφαλόδεσμους με το σημάδι του ασπρόμαυρου δίσκου— οι οποίοι τους οδήγησαν πιο μέσα και με ακόμα λιγότερα λόγια τους παρέδωσαν σε κάποιες Κόρες που ήταν ακόμα πιο παγερές. Ο Πέριν δεν αναγνώριζε καμία τους από την Πέτρα, και στις προσπάθειες του να πιάσει κουβέντα μαζί τους απάντησαν με ανέκφραστα βλέμματα. Τα χέρια τους πετάρισαν με τη χειρομιλία τους, και μία απ’ αυτές επελέγη για να πάρει τον ίδιο και τη Φάιλε πιο βαθιά στο Παλάτι· ήταν μια λεπτή γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της άμμου που έμοιαζε συνομήλικη της Φάιλε. Είπε ότι το όνομά της ήταν Λέριαν, τα μόνα λόγια που μίλησε εκτός από μια προειδοποίηση να μην περιπλανηθούν στο παλάτι. Ο Πέριν ευχήθηκε να ήταν εκεί η Μπάιν ή η Τσιάντ· θα ήταν ευχάριστο να υπήρχε ένα οικείο πρόσωπο. Η Φάιλε προχωρούσε στους διαδρόμους με αγέρωχο βήμα σαν λαμπρή αρχόντισσα που ήταν, όμως κάθε φορά που διασταυρώνονταν οι διάδρομοι κοίταζε γοργά και από τις δύο μεριές. Προφανώς δεν ήθελε να την αιφνιδιάσει ο πατέρας της.