Выбрать главу

Στο τέλος έφτασαν σε μια διπλή πόρτα, με ένα λιοντάρι σκαλισμένο σε κάθε φύλλο, όπου δύο Κόρες που κάθονταν οκλαδόν σηκώθηκαν και τα χέρια του πάλι πετάρισαν με χειρομιλία πριν η Κόρη με τα μαλλιά στο χρώμα της άμμου μπει μέσα χωρίς να χτυπήσει.

Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν πάντα ήταν έτσι τα πράγματα γύρω από τον Ραντ τώρα, με Αελίτες φρουρούς που δεν μιλούσε κανείς τους, όταν ξαφνικά η πόρτα άνοιξε διάπλατα και εμφανίστηκε ο Ραντ φορώντας μόνο το πουκάμισο του.

«Πέριν! Φάιλε! Το Φως να φωτίζει τη μέρα του γάμου σας», γέλασε, φιλώντας απαλά τη Φάιλε. «Μακάρι να ήμουν εκεί». Η Φάιλε έδειχνε όλη την απορία που ένιωθε μέσα του ο Πέριν.

«Πού το έμαθες;» αναφώνησε, και ο Ραντ ξαναγέλασε, χτυπώντας τον στον ώμο.

«Είναι η Μποντ εδώ, Πέριν. Και η Μποντ και η Τζάνασυ και όλες οι άλλες. Εννοώ εδώ στο Κάεμλυν. Μέχρι εδώ μπόρεσαν να τις φέρουν η Βέριν και η Αλάνα πριν μάθουν τα νέα για τον Πύργο». Φαινόταν κουρασμένος, τα μάτια του τραβηγμένα, αν και το γέλιο του δεν το έδειχνε. «Μα το Φως, Πέριν, τι πράγματα μου είπε ότι σκαρώνεις. Ο Άρχοντας Πέριν των Δύο Ποταμών. Τι λέει γι’ αυτό η Κυρά Λούχαν;»

«Με λέει Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε πικρόχολα ο Πέριν. Η Έλσμπετ Λούχαν όταν ήταν μικρός του είχε δώσει περισσότερες ξυλιές στον πισινό απ’ όσες η μητέρα του. «Κλίνει το γόνυ, Ραντ. Να τη δεις να κλίνει το γόνυ». Η Φάιλε τον κοίταξε θορυβημένη. Του έλεγε ότι ντρόπιαζε τους ανθρώπους όταν προσπαθούσε να σταματήσει τις υποκλίσεις και τις γονυκλισίες· όσο για τη ντροπή που ένιωθε ο ίδιος όταν έκαναν αυτά τα πράγματα, του έλεγε ότι ήταν κι αυτό μέρος του τιμήματος που έπρεπε να πληρώσει.

Η Κόρη που είχε μπει μέσα στριμώχτηκε πάνω στον Ραντ για να βγει, κι εκείνος ξαφνιάστηκε. «Μα το Φως, σας έχω όρθιους στην πόρτα. Ελάτε μέσα· ελάτε μέσα. Λέριαν, πες στη Σούλιν ότι θέλω κι άλλο παντς. Εκείνο από πεπόνι. Και πες της να το φέρει τρέχοντας». Για κάποιο λόγο, οι τρεις Κόρες έβαλαν τα γέλια, σαν να είχε πει ο Ραντ κάτι αστείο.

Κάνοντας ένα βήμα μέσα στο καθιστικό, μια λουλουδένια ευωδιά αρώματος είπε στον Πέριν ότι υπήρχε μια γυναίκα μέσα, πριν τη δει. Όταν την είδε, κεραυνοβολήθηκε. «Μιν;» Τα μαλλιά είχαν κοντές μπούκλες, το κεντητό γαλάζιο σακάκι και τα παντελόνια ήταν λάθος, όμως το πρόσωπο ήταν σωστό. «Μιν, εσύ είσαι!» Γελώντας, την αγκάλιασε και τη σήκωσε. «Τους μαζεύουμε όλους, ε; Φάιλε, αυτή είναι η Μιν. Σου έχω πει γι’ αυτήν».

Τότε μόνο συνειδητοποίησε τι μύριζε στη γυναίκα του, και άφησε κάτω τη Μιν ενώ εκείνη ακόμα του χαμογελούσε. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι το παντελόνι άφηνε να διαγράφεται πολύ καλά το σχήμα των ποδιών της Μιν. Η Φάιλε είχε ελάχιστα ελαττώματα, όμως ένα απ’ αυτά ήταν μια μικρή ροπή προς τη ζήλια. Θεωρητικά ο Πέριν δεν ήξερε ότι η Φάιλε είχε κυνηγήσει μισό μίλι την Κέιλ Κόπλιν κρατώντας ραβδί, λες και θα έριχνε δεύτερη ματιά σε άλλη γυναίκα τη στιγμή που είχε αυτήν.

«Φάιλε;» είπε η Μιν, απλώνοντας τα χέρια της. «Μια γυναίκα που ανέχεται αυτό τον τριχωτό μπουνταλά σε σημείο να τον παντρευτεί έχει κερδίσει το θαυμασμό μου. Άμα τον εκπαιδεύσεις, φαντάζομαι θα γίνει καλός νοικοκύρης».

Η Φάιλε έπιασε χαμογελώντας τα χέρια της Μιν, αλλά υπήρχε εκείνη η δριμεία, άγρια οσμή. «Ακόμα δεν κατάφερα να τον εκπαιδεύσω, Μιν, αλλά θα τον κρατήσω τουλάχιστον μέχρι να τα καταφέρω».

«Η Κυρά Λούχαν κάνει γονυκλισίες;» Ο Ραντ κούνησε το κεφάλι σαν να μην πίστευε στ’ αυτιά του. «Πρέπει να το δω για να το πιστέψω. Πού είναι ο Λόιαλ; Ήρθε κι αυτός; Δεν πιστεύω να τον αφήσατε έξω;»

«Ήρθε», είπε ο Πέριν, προσπαθώντας να έχει το βλέμμα του στη Φάιλε χωρίς να γίνει αντιληπτός, «αλλά δεν έφτασε ως εδώ ακόμα. Είπε ότι ήταν κουρασμένος και χρειαζόταν στέντιγκ, του είπα λοιπόν για ένα που ξέρω, ένα εγκαταλελειμένο βόρεια του δρόμου από την Ασπρογέφυρα, κι αυτός ξεκίνησε με τα πόδια. Είπε ότι όταν το πλησίαζε στα δέκα μίλια, θα το καταλάβαινε».

«Κάτι μου λέει ότι ξέρεις καλά τον Ραντ και τον Πέριν, ε;» ρώτησε η Φάιλε, και η Μιν κοίταξε τον Ραντ.

«Τους είχα γνωρίσει για ένα διάστημα. Τους συνάντησα αμέσως μόλις είχαν πρωτοφύγει από τους Δύο Ποταμούς. Νόμιζαν ότι το Μπάερλον ήταν παραμυθένια πόλη».

«Πεζός;» είπε ο Ραντ.

«Ναι», έκανε αργά ο Πέριν. Η οσμή της Φάιλε άλλαζε, η φαρμακερή ζήλια έσβηνε. Γιατί; «Προτιμά να πηγαίνει με τα πόδια, ξέρεις. Έβαλε στοίχημα μαζί μου μια χρυσή κορώνα ότι θα έφτανε στο Κάεμλυν το αργότερο δέκα μέρες μετά από μας». Οι δύο γυναίκες κοιτάζονταν, η Φάιλε χαμογελαστή, η Μιν κοκκινίζοντας ελαφρά· η Μιν είχε οσμή αμυδρής αμηχανίας, η Φάιλε ικανοποίησης. Και έκπληξης, αν και το πρόσωπό της ελάχιστα το πρόδιδε. «Δεν ήθελα να πάρω τα λεφτά του —πρέπει να λοξοδρομήσει πάνω από πενήντα μίλια— αλλά εκείνος επέμεινε. Ήθελε να το κάνουμε πέντε μέρες αντί για δέκα».