Выбрать главу

«Ο Λόιαλ ανέκαθεν έλεγε ότι δεν τον πρόφταινε ούτε άλογο», γέλασε ο Ραντ, όμως είχε διστάσει για μια στιγμή. Το γέλιο καταλάγιασε. «Ελπίζω να έρθει σώος και ασφαλής», είπε με πιο σοβαρό ύφος. Ήταν κουρασμένος, και υπήρχαν κι άλλες αλλαγές. Ο Ραντ τον οποίο ο Πέριν είχε δει τελευταία φορά στο Δάκρυ δεν ήταν μαλακός, κάθε άλλο, όμως ήταν ένα αθώο αγροτόπαιδο σε σύγκριση με τούτον εδώ. Δεν ανοιγόκλεινε συχνά τα μάτια, λες κι ένα βλεφάρισμα ίσως του έκρυβε αυτό που έπρεπε να δει. Ο Πέριν αναγνώριζε αυτή την έκφραση· την είχε δει στα πρόσωπα των ανδρών στους Δύο Ποταμούς μετά τις επιθέσεις των Τρόλοκ, μετά την πέμπτη επίθεση, μετά τη δέκατη, τότε που φαινόταν ότι η ελπίδα είχε χαθεί αλλά συνέχιζες να πολεμάς επειδή ήταν μεγάλο το τίμημα αν σήκωνες τα χέρια.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Φάιλε, ξαφνιάζοντας τον Πέριν· ως τώρα τον αποκαλούσε Ραντ, αν και είχαν αρχίσει να ακούνε τον τίτλο μετά την Ασπρογέφυρα. «Αν μου επιτρέπεις, θα πω δυο κουβέντες στο σύζυγό μου και μετά θα σας αφήσω να τα πείτε».

Πριν καλά-καλά προφτάσει ο Ραντ να συμφωνήσει ξαφνιασμένος, πλησίασε τον Πέριν και τον γύρισε έτσι που η πλάτη της να είναι προς τον Ραντ. «Δεν θα πάω μακριά, αγαπημένη μου καρδιά. Η Μιν κι εγώ έχουμε να συζητήσουμε για πράγματα που μάλλον θα σε έκαναν να πλήξεις». Παίζοντας με τα πέτα του, άρχισε να μιλά γοργά και χαμηλόφωνα, τόσο μαλακά που κάθε άλλος θα έπρεπε να τεντώσει τα αυτιά του για να την ακούσει. Καμιά φορά θυμόταν την οξύτατη ακοή του. «Μην ξεχνάς ότι δεν είναι πια ο παιδικός σου φίλος, Πέριν. Ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ο Άρχοντας Δράκοντας. Αλλά εσύ είσαι ο Άρχοντας των Δύο Ποταμών. Ξέρω ότι θα υποστηρίξεις τα δίκαιά σου, και τα δίκαια των Δύο Ποταμών». Το χαμόγελο που του χάρισε ήταν γεμάτο αγάπη και εμπιστοσύνη· του ήρθε να τη φιλήσει εκεί μπροστά. «Να», του είπε με φυσιολογικό τόνο. «Τώρα είναι ίσια». Δεν ανέδιδε πια ούτε την ελάχιστη οσμή ζήλιας.

Έκανε μια κομψή γονυκλισία προς τον Ραντ, μουρμούρισε «Άρχοντα Δράκοντα», και άπλωσε το χέρι της στη Μιν. «Έλα, Μιν». Η γονυκλισία της Μιν ήταν λιγότερο επιδέξια, και βλέποντάς την ο Ραντ έμεινε εμβρόντητος.

Πριν φτάσουν στην πόρτα, το ένα φύλλο άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα μια ψηλή γυναίκα με στολή που κρατούσε ένα ασημένιο δίσκο με ποτήρια και καράφα απ’ όπου αναδιδόταν μυρωδιά από κρασί και χυμό μελοπέπονου. Το βλέμμα του Πέριν σχεδόν καρφώθηκε πάνω της. Παρά το ερυθρόλευκο φόρεμα, θα την περνούσες για μητέρα της Τσιάντ, ή ίσως γιαγιά της, τέτοια κοντά κατσαρά άσπρα μαλλιά που είχε. Κοιτώντας συνοφρυωμένη τις δύο γυναίκες που έφευγαν, πλησίασε το κοντινότερο τραπέζι και απίθωσε το δίσκο, με μια μάσκα ταπεινότητας στο πρόσωπο που έμοιαζε να είναι σμιλεμένη εκεί. «Μου είπαν τέσσερα άτομα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε με ένα παράξενο τρόπο· του Πέριν του φάνηκε ότι η γυναίκα προσπαθούσε να μιλήσει με ταπεινότητα και σεβασμό αλλά της είχε κολλήσει κάτι στο λαρύγγι, «κι έτσι έφερα για τέσσερα». Η γονυκλισία της έκανε τη γονυκλισία της Μιν να φαντάζει κομψή σε σύγκριση, και βγαίνοντας βρόντηξε πίσω της την πόρτα.

Ο Πέριν κοίταξε τον Ραντ. «Δεν σκέφτεσαι καμιά φορά ότι οι γυναίκες είναι... παράξενες;»

«Γιατί ρωτάς εμένα; Εσύ είσαι ο παντρεμένος». Ο Ραντ γέμισε παντς ένα ποτήρι με ασημένια στολίσματα και του το πρόσφερε. «Άμα δεν ξέρεις, πρέπει να ρωτήσεις τον Ματ. Εγώ κάθε μέρα ξέρω όλο και λιγότερα».

«Το ίδιο κι εγώ», αναστέναξε ο Πέριν. Το παντς ήταν δροσιστικό. Ο Ραντ δεν έδειχνε να ιδρώνει καθόλου. «Πού είναι τέλος πάντων ο Ματ; Αν με ρωτούσες, θα έλεγα ότι είναι στο κοντινότερο καπηλειό, ή με το κύπελλο των ζαριών στο χέρι ή με μια κοπελιά στο γόνατο».

«Ελπίζω να μην συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο», είπε βλοσυρά ο Ραντ, αφήνοντας κάτω το παντς του ανέγγιχτο. «Υποτίθεται πως φέρνει την Ηλαίην εδώ για να στεφθεί. Επίσης την Εγκουέν και τη Νυνάβε, απ’ ό,τι ελπίζω. Μα το Φως, έχω τόσα να κάνω πριν έρθει εδώ». Το κεφάλι του γύρισε σαν κεφάλι παγιδευμένης αρκούδας, κι ύστερα στράφηκε προς τον Πέριν. «Θα πήγαινες στο Δάκρυ για μένα;»

«Στο Δάκρυ! Ραντ, δυο μήνες ταξιδεύω. Ο πισινός μου έχει πάρει το σχήμα της σέλας».

«Μπορώ να σε πάω εκεί απόψε. Σήμερα. Μπορείς να κοιμηθείς στη σκηνή κάποιου στρατηγού, και να μην πλησιάσεις σε σέλα αν δεν το θες».

Ο Πέριν έμεινε να τον κοιτάζει· φαινόταν να το λέει σοβαρά. Ξαφνικά, αναρωτήθηκε αν ο Ραντ είχε ακόμα τα λογικά του. Μα το Φως, έπρεπε να αντέξει, τουλάχιστον μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά παντς για να ξεπλύνει την πικρή σκέψη από το στόμα του. Μα τι πράγματα σκεφτόταν για έναν φίλο. «Ραντ, αν μπορούσες να με στείλεις στην Πέτρα του Δακρύου αυτή τη στιγμή που μιλάμε, και πάλι θα έλεγα όχι. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον εδώ στο Κάεμλυν. Και θα ήθελα να δω τη Μποντ και τις άλλες».