Выбрать главу

Λέγοντας ένα τελευταίο αντίο στον Ραντ, ο Πέριν πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε στο διάδρομο. Ευχήθηκε να είχε τον πέλεκύ του· ο Μπασίρε ήταν ζωσμένος το σπαθί του. «Άρχοντα Μπασίρε;» Ο Πέριν έκανε μια υπόκλιση που ο άλλος δεν την ανταπέδωσε. Έζεχνε ψυχρή οργή. «Είμαι ο Πέριν Αϋμπάρα».

«Θα μιλήσουμε», είπε κοφτά ο Μπασίρε, και έκανε στροφή επιτόπου. Ο Πέριν δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει, κάνοντας μεγάλες δρασκελιές παρ’ όλο που τα πόδια του ήταν μακρύτερα από του άλλου.

Μετά από δύο στροφές, ο Μπασίρε μπήκε σε ένα μικρό καθιστικό και έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Τα ψηλά παράθυρα άφηναν να χύνεται άπλετο φως, και ζέστη που την ένιωθες παρά το ψηλό ταβάνι. Δύο καρέκλες με μαλακή επένδυση και ψηλές ράχες με σπειροειδή σχέδια είχαν στηθεί αντικριστά. Σ’ ένα τραπέζι με ενσφηνωμένα λαζούρια ήταν ακουμπισμένη μια ασημένια καράφα με ψηλό λαιμό και δύο ασημένια ποτήρια. Δεν ήταν παντς αυτό· ήταν δυνατό κρασί, όπως έδειχνε η μυρωδιά.

Ο Μπασίρε γέμισε τα ποτήρια και έδωσε απότομα ένα στον Πέριν, κάνοντάς του δεσποτικά νόημα να καθίσει. Το μουστάκι πλαισίωνε το χαμόγελο του, όμως τα μάτια και το χαμόγελο έμοιαζαν να ανήκουν σε δύο διαφορετικά πρόσωπα. Το βλέμμα ήταν αδυσώπητο. «Υποθέτω ότι η Ζαρίν σου είπε τα πάντα για τα κτήματά μας πριν την... παντρευτείς. Τα πάντα για τη Σπασμένη Κορώνα. Ήταν πολυλογού όταν ήταν κοριτσάκι».

Είχε μείνει όρθιος, έτσι είχε μείνει όρθιος και ο Πέριν. Σπασμένη κορώνα; Η Φάιλε δεν είχε μιλήσει ποτέ για σπασμένες κορώνες. «Πρώτα μου είπε ότι ήσουν γουνέμπορος. Ή ίσως πρώτα να είπε για έμπορο ξυλείας και μετά για γουνέμπορο. Πουλούσες επίσης και παγοπιπεριές». Ο Μπασίρε ξαφνιάστηκε κι επανέλαβε απορημένα, «Γουνέμπορος;» μέσα από τα δόντια του. «Η ιστορία που έλεγε άλλαζε», συνέχισε ο Πέριν, «όμως επαναλάμβανε υπερβολικά συχνά πράγματα που είχες πει για το πώς θα έπρεπε να φέρεται ένας στρατηγός, και τη ρώτησα ξεκάθαρα, και...» Το βλέμμα του χάθηκε στο κρασί του, και ύστερα βίασε τον εαυτό του να κοιτάξει τον άλλο άνδρα κατάματα. «Όταν έμαθα ποιος ήσουν, λίγο έλειψε να αλλάξω γνώμη για το γάμο, αλλά εκείνη το είχε δέσει κόμπο, και όταν η Φάιλε δέσει κάτι κόμπο, είναι σαν να προσπαθείς να αλλάξεις γνώμη στα μουλάρια του κάρου που αποφάσισαν να κάτσουν κάτω όλα μαζί. Εκτός αυτού, την αγαπούσα. Την αγαπώ».

«Η Φάιλε;» γάβγισε ο Μπασίρε. «Ποια στο Χάσμα του Χαμού είναι η Φάιλε; Μιλάμε για την κόρη μου τη Ζαρίν, και αυτό που της έκανες!»

«Φάιλε είναι το όνομα που πήρε όταν έγινε Κυνηγός του Κέρατος», είπε υπομονετικά ο Πέριν. Έπρεπε να κάνει καλή εντύπωση σ’ αυτόν τον άνθρωπο· το να είσαι στα μαχαίρια με τον πεθερό σου ήταν εξίσου κακό με το να είσαι στα μαχαίρια με την πεθερά σου. «Αυτό έγινε πριν με γνωρίσει».

«Κυνηγός;» Η φωνή του άλλου γέμισε περηφάνια, και ξαφνικά χαμογέλασε. Η οσμή του θυμού σχεδόν εξαφανίστηκε. «Η παλιονυφίτσα δεν μου είπε λέξη γι’ αυτό. Πρέπει να πω ότι το Φάιλε της πάει καλύτερα από το Ζαρίν. Εκείνο ήταν ιδέα της μάνας της, και εγώ—» Ξαφνικά, κούνησε το κεφάλι απότομα και έριξε μια καχύποπτη ματιά στον Πέριν. Ο θυμός απλώθηκε πάλι στον αέρα. «Μην πας να αλλάξεις θέμα, μικρέ. Μιλάμε για εσένα και την κόρη μου και τον υποτιθέμενο γάμο σας».

«Υποτιθέμενο;» Ο Πέριν ανέκαθεν ήξερε να κρατά τα νεύρα του· η Κυρά Λούχαν έλεγε ότι δεν είχε νεύρα. Όταν μεγαλώνοντας ήσουν μεγαλύτερος και δυνατότερος από τα άλλα αγόρια, όταν μπορούσες από λάθος να κάνεις ζημιά, μάθαινες να συγκρατείς τα νεύρα σου. Αλλά εκείνη τη στιγμή δυσκολευόταν κάπως. «Την τελετή την έκανε η Σοφία, όπως παντρευόμαστε όλοι στους Δύο Ποταμούς πάππου-προς-πάππου».

«Μικρέ, δεν θα άλλαζε τίποτα αν είχες βάλει να χοροστατήσει ένας Ογκιρανός Πρεσβύτερος με έξι Άες Σεντάι για μάρτυρες. Η Ζαρίν ακόμα δεν είναι σε ηλικία για να παντρευτεί χωρίς την άδεια της μητέρας της, την οποία δεν ζήτησε ποτέ, και φυσικά δεν έλαβε. Αυτή τη στιγμή είναι μαζί με τη Ντέιρα, και αν δεν πείσει τη μητέρα της ότι είναι αρκετά ώριμη για να παντρευτεί, θα ξαναγυρίσει στο στρατόπεδο, μάλλον με τη μητέρα τη να τη σέρνει από το αυτί. Όσο για σένα...» Τα δάχτυλα του Μπασίρε χάιδεψαν τη λαβή του σπαθιού του, αν και δεν φάνηκε να το συνειδητοποιεί. «Εσένα», είπε, σχεδόν πρόσχαρα, «θα μπορέσω να σε σκοτώσω».

«Η Φάιλε είναι δικιά μου», μούγκρισε ο Πέριν. Το κρασί χύθηκε στον καρπό του, κι όταν χαμήλωσε ξαφνιασμένος το βλέμμα στο ποτήρι, είδε ότι το είχε λιώσει μέσα στη γροθιά του. Άφησε με προσοχή το τσαλακωμένο ασημένιο σκεύος στο τραπέζι, πλάι στην καράφα, αλλά δεν μπορούσε να συγκρατήσει τη φωνή του. «Κανείς δεν μπορεί να μου την πάρει. Κανείς! Αν την πάρεις στο στρατόπεδο σου —ή όπου αλλού!— θα έρθω να τη βρω».