Выбрать главу

«Εντάξει». Ο Πέριν πίστεψε ότι καταλάβαινε τι εννοούσε ο Μπασίρε. Η Φάιλε μερικές φορές είχε κακές σχέσεις με την αλήθεια. Όχι σε σημαντικά πράγματα, τουλάχιστον για πράγματα που η ίδια θεωρούσε σημαντικά, αλλά όταν υποσχόταν να κάνει κάτι που δεν ήθελε να κάνει, πάντα άφηνε ένα παραθυράκι για να ξεγλιστρήσει, τηρώντας το γράμμα της υπόσχεσής της ενώ έκανε ακριβώς αυτό που ήθελε. Αυτό που δεν καταλάβαινε ο Πέριν ήταν το τι σχέση είχε αυτό με το ότι θα συναντούσε τη μητέρα της Φάιλε.

Έκαναν ένα μακρύ περίπατο στο Παλάτι, πέρασαν ανάμεσα από κιονοστοιχίες, ανέβηκαν σκάλες. Όπως φαινόταν, δεν ήταν πολλοί Σαλδαίοι σε κείνα τα μέρη, αλλά υπήρχαν αρκετοί Αελίτες και Κόρες, όπως επίσης και υπηρέτες με ερυθρόλευκες λιβρέες που υποκλίνονταν ή έκλιναν το γόνυ, και άνδρες και γυναίκες με λευκούς χιτώνες σαν εκείνους που είχαν πάρει τα άλογα. Αυτοί οι τελευταίοι προχωρούσαν γοργά, κρατώντας δίσκους ή στοίβες πετσέτες, με τα μάτια χαμηλωμένα, και δεν έδειχναν να προσέχουν κανέναν. Ο Πέριν κατάλαβε ξαφνιασμένος ότι κάποιοι απ’ αυτούς φορούσαν το ίδιο πορφυρό πανί στους κροτάφους που φορούσαν και πολλοί Αελίτες. Πρέπει να ήταν Αελίτες κι αυτοί. Πρόσεξε και ένα άλλο πραγματάκι. Σ’ αυτούς τους ασπροφορεμένους, η αναλογία των ανδρών με τον κεφαλόδεσμο ήταν ίδιο με εκείνη των γυναικών, και ήταν ίδια και στους άνδρες με τα σκούρα σακάκια και παντελόνια, αλλά δεν είχε δει να τους φορούν οι Κόρες. Ο Γκαούλ του είχε πει μερικά πράγματα για το Άελ, όμως δεν είχε αναφέρει ποτέ τους κεφαλόδεσμους.

Όταν μπήκε με τον Μπασίρε σε ένα δωμάτιο με ενσφηνωμένες με φίλντισι καρέκλες και μικρά τραπεζάκια πάνω σε χαλί με κόκκινα και χρυσά και πράσινα μοτίβα, τα αυτιά του Πέριν έπιασαν τους πνιχτούς ήχους γυναικείων φωνών από ένα εσωτερικό δωμάτιο. Δεν διέκρινε τα λόγια τους μέσα από τη χοντρή πόρτα, καταλάβαινε όμως ότι η μια φωνή ήταν της Φάιλε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος σαν χαστούκι, που σχεδόν αμέσως τον ακολούθησε ένας άλλος, και ο Πέριν μόρφασε. Μόνο ένας κουφιοκεφαλάκης θα έμπαινε ανάμεσα στη γυναίκα του και στην πεθερά του όταν τσακώνονταν —απ’ ό,τι είχε δει, σε τέτοιες περιπτώσεις οι γυναίκες στρέφονταν μαζί εναντίον του— και ήξερε πολύ καλά ότι η Φάιλε υπό φυσιολογικές συνθήκες μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Από την άλλη μεριά όμως, είχε δει δυνατές γυναίκες, που ήταν μητέρες, ακόμα και γιαγιάδες, που αφήνονταν να τις αντιμετωπίσει σαν παιδάκια η δική τους μητέρα.

Στύλωσε τους ώμους του και ξεκίνησε με μεγάλες δρασκελιές προς την εσωτερική πόρτα, όμως ο Μπασίρε τον πρόφτασε και τη χτύπησε σαν να είχαν άφθονο χρόνο. Φυσικά, ο Μπασίρε δεν άκουγε αυτό που για τον Πέριν έμοιαζε να είναι ένας καυγάς ανάμεσα σε δύο γάτες μέσα σε σακί. Βρεγμένες γάτες.

Όταν ακούστηκε το χτύπημα του Μπασίρε, τα μουγκρητά κόπηκαν με το μαχαίρι. «Μπορείτε να μπείτε», είπε δυνατά μια φωνή που έδειχνε αυτοκυριαρχία.

Ο Πέριν με δυσκολία κρατήθηκε να μη σπρώξει στην άκρη τον Μπασίρε, κι όταν μπήκε μέσα, το βλέμμα του έψαξε με αγωνία να βρει τη Φάιλε, η οποία καθόταν σε μια καρέκλα με φαρδιά μπράτσα σε ένα μέρος που το φως από τα παράθυρα έπεφτε πιο διάχυτο. Το χαλί ήταν σκουροκόκκινο στο μεγαλύτερο μέρος του, κάτι που του θύμισε αίμα, και μια από τις δύο ταπισερί έδειχναν μια γυναίκα έφιππη να σκοτώνει λεοπάρδαλη μ’ ένα δόρυ. Η άλλη απεικόνιζε μια λυσσασμένη μάχη γύρω από ένα λάβαρο με το Λευκό Λιοντάρι. Η οσμή της ήταν ένα κουβάρι συναισθημάτων που ο Πέριν δεν μπορούσε να το ξεμπλέξει, και στο αριστερό μάγουλό της είχε ένα κόκκινο αποτύπωμα παλάμης, αλλά του χαμογέλασε, αν και αδύναμα.

Η μητέρας της Φάιλε έκανε τον Πέριν να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Έτσι που μιλούσε ο Μπασίρε για τις περιστερές, περίμενε να δει μια ασθενική γυναίκα, όμως η Αρχόντισσα Ντέιρα ήταν μερικούς πόντους ψηλότερη από τον σύζυγο της, και ήταν... επιβλητική. Δεν ήταν σωματώδης σαν την Κυρά Λούχαν, με το στρογγυλό σουλούπι της, ή σαν τη Νταίζε Κόνγκαρ, που έμοιαζε ικανή να πιάσει και να δουλέψει με το σφυρί του σιδερά. Είχε πλούσιο στήθος, κάτι που δεν θα έπρεπε να σκέφτεται κανείς για τη μητέρα της συζύγου του, και πάνω της έβλεπε από πού είχε πάρει η Φάιλε την ομορφιά της. Το πρόσωπο της Φάιλε ήταν το πρόσωπο της μητέρας της, χωρίς τις λευκές πινελιές στα μελαχρινά μαλλιά της, στους κροτάφους. Αν θα έδειχνε έτσι η Φάιλε όταν έφτανε αυτή την ηλικία, ο Πέριν ήταν πολύ τυχερός άνθρωπος. Από την άλλη μεριά, εκείνη η αγέρωχη μύτη έδινε στην Αρχόντισσα Ντέιρα όψη αετού καθώς τα μαύρα γερτά μάτια στυλώνονταν πάνω του, ενός αετού με πύρινο βλέμμα που ήταν έτοιμος να βυθίσει τα κοφτερά του νύχια σε ένα θρασύ κουνέλι. Μύριζε οργή και περιφρόνηση. Η πραγματική έκπληξη όμως ήταν το πορφυρό αποτύπωμα παλάμης στο μάγουλό της.