Выбрать главу

Αν τη ρωτούσε, θα του έλεγε τι εννοούσε. Ο Ραντ θυμόταν ότι δεν έλεγε τίποτα από τις θεάσεις της αν δεν τον αφορούσαν, όμως αν αυτό ήταν όντως έτσι, τότε για κάποιο λόγο είχε αλλάξει τακτική. Τώρα κοίταζε όποιον της ζητούσε ο Ραντ, και του έλεγε ό,τι έβλεπε. Όμως ένιωθε άσχημα μέσα της όταν το έκανε.

Σκάσε! φώναξε ο Ραντ στον Λουζ Θέριν. Φύγε! Είσαι νεκρός! Αποτέλεσμα, κανένα· αυτό συνέβαινε συχνά τώρα τελευταία. Η φωνή συνέχισε να μουρμουρίζει, άλλοτε έλεγε για προδοσίες από φίλους, άλλοτε έλεγε ότι τους πρόδιδε.

«Είδες τίποτα που να με αφορά;» τη ρώτησε.

Μ’ ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνη, η Μιν βολεύτηκε φιλικά στο στήθος του —μάλλον το εννοούσε φιλικά· από την άλλη όμως, πιθανότατα όχι— και άρχισε να μιλά, πίνοντας στο ενδιάμεσο γουλιές παντς. «Όταν οι δυο σας ήσασταν μαζί, είδα εκείνες τις πυγολαμπίδες και το σκοτάδι πιο έντονα από ποτέ. Μμμ. Μ’ αρέσει το παντς πεπονιού. Αλλά με τους δυο σας στο ίδιο δωμάτιο, οι πυγολαμπίδες άντεχαν και δεν καταβροχθίζονταν ταχύτερα απ’ όσο μπορούσαν να μαζευτούν σε σμήνος, όπως συμβαίνει όταν είσαι μόνος. Υπάρχει και κάτι άλλο που είδα όταν ήσασταν μαζί. Δυο φορές θα πρέπει να είναι εκεί, αλλιώς εσύ...» Κοίταξε στο ποτήρι για να μην δει το πρόσωπό της. «Αν δεν είναι εκεί, θα σου συμβεί κάτι άσχημο». Η φωνή της ήταν ξεψυχισμένη, φοβισμένη. «Πολύ άσχημο».

Ο Ραντ ήθελε να μάθει κι άλλα —πότε και πού και τι— αλλά η Μιν αν ήξερε θα του τα είχε ήδη πει. «Τότε πρέπει να τον κρατήσω κοντά μου», είπε όσο κεφάτα μπορούσε. Δεν του άρεσε να φοβάται η Μιν.

«Δεν ξέρω αν αυτό αρκεί», μουρμούρισε εκείνη με το στόμα κοντά στο ποτήρι. «Θα συμβεί αν δεν είναι εκεί ο Πέριν, αλλά απ’ όσα είδα, τίποτα δεν λέει ότι δεν θα συμβεί επειδή αυτός θα είναι εκεί. Ραντ, θα είναι πολύ άσχημο. Και μόνο που σκέφτομαι τη θέαση νιώθω να...»

Εκείνος της ύψωσε το πρόσωπο και ξαφνιάστηκε βλέποντας δάκρυα να αναβλύζουν από τα μάτια της. «Μιν, δεν ήξερα ότι αυτές οι θεάσεις σου φέρνουν πόνο», είπε τρυφερά. «Με συγχωρείς».

«Δεν ξέρεις τίποτα, βοσκέ», μουρμούρισε εκείνη. Πήρε ένα δαντελωτό μαντίλι από το μανίκι της και σκούπισε τα μάτια της. «Φταίει η σκόνη. Να βάλεις τη Σούλιν να καθαρίζει πιο συχνά». Το μαντίλι ξαναμπήκε στη θέση του με μια φανταχτερή χειρονομία. «Πρέπει να ξαναγυρίσω στο Στέμμα των Ρόδων. Απλώς έπρεπε να σου πω τι είδα στον Πέριν».

«Μιν, τα μάτια σου τέσσερα. Ίσως δεν θα ’πρεπε να έρχεσαι τόσο συχνά. Δεν νομίζω ότι η Μεράνα θα σου φερθεί με κατανόηση αν ανακαλύψει τι κάνεις».

Το χαμόγελο της έμοιαζε με τον παλιό εαυτό της, και τα μάτια της έδειχναν κεφάτα παρ’ όλο που ακόμα λαμπύριζαν από τα δάκρυα. «Αυτό άστο πάνω μου, βοσκέ. Νομίζουν ότι χαζεύω τα αξιοθέατα του Κάεμλυν σαν απλοϊκή επαρχιώτισσα. Αν δεν ερχόμουν κάθε μέρα, θα ήξερες ότι συναντιούνται με ευγενείς;» Το είχε δει κατά λάθος καθώς ερχόταν την προηγούμενη μέρα στο Παλάτι· η Μεράνα είχε φανεί φευγαλέα στο παράθυρο ενός παλατιού που η Μιν είχε μάθει ότι ανήκε στον Άρχοντα Πέλιβαρ. Το ότι ο Πέλιβαρ και οι καλεσμένοι του ήταν οι μόνοι εκεί ήταν εξίσου πιθανό με το να είχε πάει η Μεράνα για να του καθαρίσει τις αποχετεύσεις.

«Να προσέχεις», επέμεινε αυτός. «Μιν, δεν θέλω να πάθεις τίποτα».

Εκείνη τον περιεργάστηκε σιωπηλά για μια στιγμή, και μετά ανασηκώθηκε για να τον φιλήσει απαλά στα χείλη. Τουλάχιστον... Μπορεί να ήταν απαλό το φιλί, όμως ήταν καθημερινή τελετουργία όταν έφευγε η Μιν, και ο Ραντ σκεφτόταν ότι αυτά τα φιλιά κάθε μέρα γινόταν λιγότερο απαλά.

Παρά τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον εαυτό του, είπε, «Μακάρι να μην το έκανες αυτό». Άλλο που την άφηνε να κάθεται στα γόνατά του, όμως το αστείο παραπήγαινε μ’ αυτά τα φιλιά.

«Μη βάλεις ακόμα τα κλάματα, αγροτόπαιδο», του είπε εκείνη χαμογελώντας. «Μη σε πιάσει γλωσσοδέτη». Του ανακάτεψε τα μαλλιά λες και ήταν δέκα χρονών και κίνησε για την πόρτα, αλλά, όπως συνήθιζε μερικές φορές, οι κινήσεις της ήταν τόσο κομψές και λικνιστικές που τον Ραντ μπορεί να μην τον έπιασαν τα κλάματα και να μην έπαθε γλωσσοδέτη, αλλά το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της παρ’ όλο που προσπαθούσε να μην το κάνει. Τα μάτια του ανέβηκαν στο πρόσωπό της καθώς εκείνη γυρνούσε. «Μα, βοσκέ, το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε. Νόμιζα ότι η κάψα δεν σε αγγίζει. Τέλος πάντων. Ήθελα να σου πω ότι θα προσέχω. Θα σε δω αύριο. Φρόντισε να βάλεις καθαρές κάλτσες».