Выбрать главу

Περίμενε ανυπόμονα, αφήνοντας το πλήθος να διαβαίνει δίπλα της, προσέχοντας μονάχα τους ανθρώπους που έβγαιναν από την πύλη, μα δεν είδε το φαλακρό κεφάλι και το φεγγαρίσιο πρόσωπο του Μίλαμ. Στο τέλος, αναστέναξε. Ήταν φανερό πως δεν είχε λάβει το μήνυμά της· αν το είχε πάρει, θα είχε προφασιστεί κάποια δικαιολογία για να βρεθεί εκεί την ορισμένη ώρα. Η Ντεμίρα θα έπρεπε να περιμένει πότε θα ερχόταν η σειρά της να συνοδεύσει τη Μεράνα στο Παλάτι και να ελπίζει ότι ο νεαρός αλ’Θόρ θα της έδινε άδεια —πάλι άδεια!— να ψάξει στη βιβλιοθήκη.

Γυρνώντας την πλάτη στην πύλη, το βλέμμα της έπεσε στα μάτια ενός ψηλού άνδρα με λιπόσαρκο πρόσωπο που φορούσε γιλέκο αγωγιάτη και την κοίταζε με υπερβολικό θαυμασμό. Όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, της έκλεισε το μάτι!

Δεν θα ανεχόταν τέτοια συμπεριφορά σ’ όλο το δρόμο μέχρι το πανδοχείο. Πρέπει να θυμηθώ να κάνω μερικά απλά φορέματα, σκέφτηκε, κι αναρωτήθηκε γιατί δεν το είχε κάνει αυτό νωρίτερα. Το καλό ήταν που είχε ξαναέρθει στο Κάεμλυν, πριν μερικά χρόνια, και ο Στέβαν θα περίμενε στο Στέμμα των Ρόδων, σαν φάρος που θα την καθοδηγούσε αν χρειαζόταν. Γλίστρησε στο στενό, σκιερό χάσμα μεταξύ ενός μαχαιροποιείου και ενός καπηλειού.

Τα στενοσόκακα του Κάεμλυν ήταν λασπωμένα την τελευταία φορά που είχε περάσει από κει, αλλά ακόμα και τώρα που ήταν στεγνά, όσο πιο πολύ προχωρούσε, τόσο χειροτέρευε η μυρωδιά. Οι τοίχοι ήταν άδειοι, δεν υπήρχαν παράθυρα πουθενά, και μόνο σπάνια έβλεπες κάποια στριμωγμένη πόρτα ή κάποια στενή πύλη, αλλά κι αυτές με όψη που έλεγε ότι είχαν καιρό να ανοιχτούν. Κοκαλιάρικες γάτες την κοίταζαν βουβά από βαρέλια και πίσω τοίχους, και αδέσποτα σκυλιά που μετρούσες τα παίδια τους τέντωναν προς τα πίσω τα αυτιά και γρύλιζαν απειλητικά πριν χαθούν σε κανένα κάθετο δρομάκι. Δεν φοβόταν μήπως την έγδερνε καμιά γάτα ή μήπως τη δάγκωνε κανένα σκυλί. Οι γάτες έμοιαζαν να συναισθάνονται κάτι για τις Άες Σεντάι· δεν είχε ακούσει ποτέ για Άες Σεντάι που να την είχε γδάρει ακόμα και η πιο άγρια γάτα. Τα σκυλιά ήταν βεβαίως εχθρικά, σχεδόν σαν να θεωρούσαν τις Άες Σεντάι γάτες, αλλά σχεδόν πάντα το έσκαγαν αφού πρώτα έκαναν λίγη επίδειξη.

Υπήρχαν περισσότερα σκυλιά και γάτες στα δρομάκια απ’ ό,τι θυμόταν, και ήταν πιο κοκαλιάρικα, αλλά λιγότεροι άνθρωποι. Δεν είχε δει ψυχή πριν στρίψει μια γωνία για να δει πεντ’ έξι Αελίτες να έρχονται προς το μέρος της, γελώντας και συζητώντας αναμεταξύ τους. Φάνηκαν να ξαφνιάζονται βλέποντάς την.

«Μας συγχωρείς, Άες Σεντάι», μουρμούρισε ο ένας, και όλοι κόλλησαν στον τοίχο, παρ’ όλο που υπήρχε χώρος.

Αναρωτήθηκε αν ήταν οι ίδιοι που την είχαν ακολουθήσει —κάποιο από τα πρόσωπά της έμοιαζε γνώριμο, ένας κοντόχοντρος με αιμοβόρο βλέμμα— και ένευσε, μουρμουρίζοντας «ευχαριστώ» καθώς προσπερνούσε.

Η λόγχη που χώθηκε στο πλευρό της ήταν τόσο ξαφνική που η Άες Σεντάι δεν άφησε καν κάποια κραυγή. Άπλωσε έξαλλα προς το σαϊντάρ, όμως μια άλλη την τρύπησε στο πλευρό, κι έπεσε στο χώμα. Το πρόσωπο που θυμόταν κόλλησε στο δικό της, με περιγελαστικά, μαύρα μάτια, γρυλίζοντας κάτι ενώ αυτή πάσχιζε να φτάσει το σαϊντάρ, να... Το σκοτάδι την κατάπιε.

Όταν ο Πέριν και η Φάιλε έφυγαν επιτέλους από την ατέλειωτη συνάντηση με τους γονείς της, εκείνη η παράξενη σερβιτόρα, η Σούλιν, τους περίμενε στο χωλ. Ο Πέριν ήταν μουσκεμένος στον ιδρώτα που σχημάτιζε σκούρους λεκέδες στο σακάκι του, και ένιωθε σαν να είχε τρέξει δέκα μίλια ενώ τον γρονθοκοπούσαν σε κάθε βήμα. Η Φάιλε είχε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο και το βήμα της ήταν ανάλαφρο· ακτινοβολούσε, ήταν πανέμορφη, περήφανη για τον εαυτό της όπως και τότε που είχε φέρει τους άνδρες του Λόφου της Σκοπιάς πάνω που οι Τρόλοκ απειλούσαν να μπουν στο Πεδίο του Έμοντ. Η Σούλιν έκλινε το γόνυ κάθε φορά την κοίταζαν, και κάθε φορά σκόνταφτε και παραλίγο θα έπεφτε· στο τραχύ πρόσωπο με την ουλή στο μάγουλο ήταν μονίμως χαραγμένο ένα δουλοπρεπές χαμόγελο που έμοιαζε έτοιμο να γίνει θρύψαλα με μια ανάσα. Οι Κόρες τις οποίες περνούσαν αντάλλασσαν χειρομιλία μεταξύ τους και η Σούλιν έκανε γονυκλισίες και σ’ αυτές, αν και έτριζε τα δόντια της τόσο δυνατά που ο Πέριν το άκουγε πεντακάθαρα. Ακόμα και η Φάιλε άρχισε να την κοιτάζει επιφυλακτικά.