Выбрать главу

Όταν η γυναίκα τις οδήγησε στα δωμάτιά τους, σε ένα καθιστικό και μια κρεβατοκάμαρα με κρεβάτι με ουρανό που χωρούσε δέκα ανθρώπους και ένα μακρύ μαρμάρινο μπαλκόνι με θέα σε μια εσωτερική αυλή με σιντριβάνι, επέμεινε να τους εξηγήσει και να τους δείξει τα πάντα, ακόμα κι αυτά που μπορούσαν να δουν. Είχαν πάει τα άλογά τους στο στάβλο και τα είχαν περιποιηθεί. Είχαν βγάλει τα ρούχα από τα σακίδια και των δυο τους και τα είχαν κρεμάσει στη ντουλάπα μαζί με τη ζώνη του πέλεκυ του Πέριν, και τα λιγοστά πράγματά τους ήταν απλωμένα στα συρτάρια μιας συρταριέρας με σχολαστική ακρίβεια. Ο πέλεκυς του Πέριν ήταν γερμένος πλάι στο γκρι μαρμάρινο τζάκι, λες και ήταν για τα καυσόξυλα. Υπήρχαν δύο ασημένιες καράφες με δροσοσταλίδες στο πλάι, που η μια είχε δροσερό τσάι με γεύση μέντας, η άλλη παντς από δαμάσκηνο. Η Σούλιν επισήμανε και άγγιξε δύο καθρέφτες τοίχου με επίχρυση κορνίζα, ο ένας ήταν πάνω από ένα τραπεζάκι όπου ήταν ακουμπισμένες η φιλντισένια χτένα και η βούρτσα της Φάιλε, και ένα μεγάλο ολόσωμο καθρέφτη με σμιλεμένα στηρίγματα που ακόμα κι ένας τυφλός θα το έβρισκε.

Ενώ η Σούλιν συνέχιζε να εξηγεί για το νερό που θα έφερναν για το μπάνιο, και για τις χάλκινες μπανιέρες, ο Πέριν της έβαλε μια χρυσή κορώνα στη ροζιασμένη παλάμη της. «Σ’ ευχαριστώ», είπε, «αλλά μπορείς να μας αφήσεις τώρα...» Για μια στιγμή του φάνηκε πως θα του πετούσε το νόμισμα κατάμουτρα, αλλά αντιθέτως του έκανε άλλη μια τρεμάμενη γονυκλισία και βρόντηξε την πόρτα βγαίνοντας.

«Κάτι μου λέει πως αυτή που την εκπαίδευσε δεν ήξερε τη δουλειά της», είπε η Φάιλε. «Παρεμπιπτόντως, το έκανες πολύ καλά. Ήσουν ευγενικός αλλά σταθερός. Μακάρι να μπορούσες να είσαι έτσι και με τους δικούς μας υπηρέτες». Του γύρισε τη λεπτή πλάτη της και η φωνή της έγινε μουρμούρισμα. «Θα με ξεκουμπώσεις;»

Ο Πέριν πάντα ένιωθε χοντρά τα δάχτυλά του όταν της ξεκούμπωνε τα μικρά κουμπιά, σχεδόν φοβόταν μήπως τα έσπαζε ή μήπως της έσχιζε το φόρεμα. Από την άλλη μεριά, του άρεσε να ξεντύνει τη γυναίκα του. Συνήθως η Φάιλε έβαζε μια υπηρέτρια να το κάνει, κι ήταν σίγουρος ότι το έκανε εξαιτίας των χαμένων κουμπιών. «Τις εννοούσες αυτές τις ανοησίες που έλεγες στη μητέρα σου;»

«Μα δεν με δάμασες, άντρα μου» του είπε εκείνη χωρίς να τον κοιτάζει, «δεν με έμαθες να κουρνιάζω στον καρπό σου όταν με καλείς; Δεν τρέχω να σε ευχαριστήσω; Δεν είμαι πειθήνια και στην παραμικρή χειρονομία σου;» Η οσμή της έδειχνε ότι το διασκέδαζε. Το ίδιο και η φωνή της, ολοφάνερα. Το πρόβλημα ήταν ότι το έλεγε σαν να το εννοούσε, όπως και πριν που έλεγε σχεδόν το ίδιο πράγμα στη μητέρα της, με το κεφάλι όσο πιο ψηλά και καμαρωτά μπορούσε. Μία ήταν η ουσία, ότι οι γυναίκες ήταν παράξενες. Όσο για τη μητέρα της...! Και ο πατέρας της, από την άλλη!

Καλά θα έκανε να αλλάξει θέμα, ίσως. Τι είχε πει ο Μπασίρε; «Φάιλε, τι είναι η σπασμένη κορώνα;» Ήταν σίγουρος πως αυτό είχε πει.

Η Φάιλε άφησε έναν ενοχλημένο ήχο και ξαφνικά η μυρωδιά της έδειξε ταραχή. «Ο Ραντ έφυγε από το Παλάτι, Πέριν».

«Κι αν έφυγε, τι;» Σκύβοντας για να περιεργαστεί ένα σεντεφένιο κουμπί, κοίταξε συνοφρυωμένος την πλάτη της. «Πού το ξέρεις;»

«Από τις Κόρες. Η Μπάιν και η Τσιάντ μου έμαθαν λίγη χειρομιλία. Μην το πεις πουθενά, Πέριν. Κρίνοντας από το πώς έκαναν όταν άκουσαν ότι υπάρχουν εδώ Αελίτες, νομίζω ότι δεν έπρεπε να το κάνουν. Επίσης, ίσως είναι καλό να καταλαβαίνω τι λένε οι Κόρες χωρίς αυτές να το ξέρουν. Μοιάζουν όλες μαζεμένες γύρω από τον Ραντ». Στριφογύρισε για να του ρίξει ένα πονηρό χαμόγελο και του χάιδεψε το γένι. «Οι πρώτες Κόρες που συναντήσαμε νομίζουν ότι έχεις ωραίους ώμους, αλλά αυτό δεν τους άρεσε. Οι Αελίτισσες δεν ξέρουν πώς είναι μια ωραία γενειάδα».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι, περίμενε τη Φάιλε να γυρίσει από την άλλη, και έβαλε στην τσέπη το κουμπί που είχε βγει όταν εκείνη είχε στριφογυρίσει. Ίσως η Φάιλε να μην το πρόσεχε· ο Πέριν είχε περάσει μια ολόκληρη βδομάδα μ’ ένα κουμπί να λείπει από το σακάκι του, και δεν το είχε καταλάβει πριν του το επισημάνει εκείνη. Όσο για τις γενειάδες, απ’ ό,τι είχε πει ο Γκαούλ, οι Αελίτες δεν άφηναν μουστάκια και γένια· η Μπάιν και η Τσιάντ θεωρούσαν το γένι του καλό θέμα για παράξενα αστεία. Αρκετές φορές σ’ αυτή τη ζέστη είχε σκεφτεί να ξυριστεί. Όμως της Φάιλε της άρεσε το γένι. «Τι τρέχει με τον Ραντ; Γιατί είναι πρόβλημα το αν έφυγε από το παλάτι;»

«Απλώς για να ξέρεις τι κάνει πίσω από την πλάτη σου. Προφανώς δεν ήξερες ότι θα έφευγε. Μην ξεχνάς ότι είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Αυτό είναι κάτι σαν βασιλιάς, βασιλιάς των βασιλιάδων, και οι βασιλιάδες καμιά φορά εκμεταλλεύονται ακόμα και τους φίλους τους, είτε κατά λάθος είτε σκοπίμως».