Выбрать главу

«Ο Ραντ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Και τι προτείνεις, τέλος πάντων; Να τον κατασκοπεύσω;»

Το είπε στ’ αστεία, όμως εκείνη είπε, «Όχι εσύ, αγάπη μου. Στο αντρόγυνο, η κατασκοπεία είναι η δουλειά της γυναίκας».

«Φάιλε!» Ο Πέριν σηκώθηκε τόσο απότομα που παραλίγο θα ξερίζωνε κι άλλο κουμπί, την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε να τον αντικρίσει. «Δεν θα κατασκοπεύσεις τον Ραντ, άκουσες;» Εκείνη πήρε ένα πεισματάρικο ύφος, με τις άκρες του στόματος στραμμένες προς τα κάτω και τα μάτια στενεμένα —όλη η έκφραση της φώναζε την ξεροκεφαλιά της— αλλά μπορούσε κι ο ίδιος να δείξει πείσμα. «Φάιλε, θέλω να δω εκείνη την υπακοή για την οποία καυχιόσουν». Απ’ όσο καταλάβαινε, η Φάιλε έκανε ό,τι της έλεγε ο Πέριν μόνο όταν της ερχόταν βολικό και ευχάριστο και ποτέ άλλοτε, και δεν είχε σημασία αν ο Πέριν είχε δίκιο ή όχι. «Φάιλε, το εννοώ. Θέλω την υπόσχεσή σου. Εγώ δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να ανακατευτώ σε—»

«Το υπόσχομαι, καρδιά μου», είπε εκείνη, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στα χείλη του. «Υπόσχομαι ότι δεν θα κατασκοπεύσω τον Ραντ. Βλέπεις, είμαι υπάκουη στον άρχοντα και σύζυγο μου. Θυμάσαι πόσα παιδιά είπε ότι θέλει η μητέρα μου;»

Η ξαφνική αλλαγή θέματος τον έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια. Αλλά του το είχε υποσχεθεί· αυτό ήταν το σημαντικό. «Έξι, νομίζω. Μπέρδεψα το μέτρημα όταν άρχισε να λέει ποια θα είναι αγόρια και ποια κορίτσια». Η Αρχόντισσα Ντέιρα είχε κάποιες ιδιαιτέρως περιγραφικές συμβουλές για το πετύχουν αυτό· ευτυχώς ο Πέριν αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να φύγει από το δωμάτιο μέχρι να τελειώσουν οι συμβουλές, κι έτσι του είχαν ξεφύγει οι περισσότερες. Η Φάιλε απλώς ένευε σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, με τον πατέρα και τον σύζυγό της παρόντες.

«Το λιγότερο έξι», είπε μ’ ένα ζαβολιάρικο χαμόγελο. «Πέριν, θα αρχίσει να κοιτάζει πάνω από τον ώμο της αν δεν της πω ότι μπορεί να περιμένει σύντομα το πρώτο, και σκέφτηκα ότι αν μπορέσεις ποτέ να ξεκουμπώσεις και τα υπόλοιπα κουμπιά μου...» Μετά από τόσους μήνες γάμου η Φάιλε κοκκίνιζε ακόμα, όμως δεν έχανε το χαμόγελο της. «Η παρουσία ενός πραγματικού κρεβατιού μετά από τόσες βδομάδες με κάνει ανυπόμονη σαν χωριατοπούλα την εποχή του θερισμού».

Μερικές φορές ο Πέριν αναρωτιόταν γι’ αυτές τις περίφημες χωριατοπούλες της Σαλδαίας που του έλεγε πάντα. Μπορεί να κοκκίνιζε, μα αν οι εκείνες οι χωριατοπούλες ήταν ανυπόμονες όσο η Φάιλε όταν βρίσκονταν μόνοι τους, ποτέ δεν θα μάζευαν τη σοδειά στη Σαλδαία. Έκοψε δύο ακόμα κουμπιά για να ξεκουμπώσει το φόρεμά της, κάτι που δεν την πείραξε καθόλου. Όσο για κείνη, κατάφερε να του σχίσει το πουκάμισο.

Η Ντεμίρα ξαφνιάστηκε που ήταν σε θέση να ανοίξει τα μάτια της, ξαφνιάστηκε που βρέθηκε να κείτεται στο κρεβάτι του δωματίου της στο Στέμμα των Ρόδων. Περίμενε ότι θα σκοτωνόταν, όχι ότι θα ήταν ξεντυμένη και ξαπλωμένη κάτω από ένα λινό σεντόνι. Ο Στέβαν καθόταν σε ένα σκαμνί στο κάτω μέρος του κρεβατιού της, και κατάφερε σε μια έκφραση να συνδυάσει ανακούφιση, ανησυχία και θυμό. Ο λιγνός Καιρχινός Πρόμαχος της ήταν ένα κεφάλι κοντύτερος της και είκοσι χρόνια νεότερος παρά τους γκρίζους κροτάφους, αλλά μερικές φορές της φερόταν σαν να ήταν ο πατέρας της και ισχυριζόταν ότι δεν θα μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της αν δεν ήταν αυτός εκεί να την κρατά από το χεράκι. Η Ντεμίρα φοβήθηκε ότι αυτό το περιστατικό θα του πρόσφερε πλεονεκτική θέση στους καυγάδες τους για πολλούς μήνες. Στη μια μεριά του κρεβατιού ήταν η Μεράνα με μια σοβαρή έκφραση, στην άλλη η Μπερενίτσια. Η παχουλή Κίτρινη αδελφή πάντα έδειχνε σοβαρή, τώρα όμως είχε σχεδόν πένθιμη έκφραση.

«Πώς;» κατόρθωσε να προφέρει η Ντεμίρα. Μα το Φως, ένιωθε εντελώς αδύναμη. Μπορεί να ήταν το αποτέλεσμα της Θεραπείας, αλλά δυσκολεύτηκε να βγάλει τα χέρια από το σεντόνι. Πρέπει να είχε φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Η θεραπεία δεν άφηνε ουλές, όμως οι μνήμες και η αδυναμία έφταναν και περίσσευαν.

«Ήρθε ένας άνδρας στην κοινή αίθουσα», είπε ο Στέβαν, «και ισχυρίστηκε πως ήθελε μπύρα. Είπε ότι είχε δει Αελίτες να ακολουθούν μιας Άες Σεντάι —σε περιέγραψε με ακρίβεια— και να λένε ότι θα τη σκοτώσουν. Μόλις το είπε, ένιωσα...» Έκανε μια σκοτεινή γκριμάτσα.

«Ο Στέβαν μου ζήτησε να έρθω», είπε η Μπερενίτσια, «μόνο που δεν με έσυρε — και πήγαμε τρέχοντας. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα αν είχα φτάσει εγκαίρως παρά μόνο τώρα που άνοιξες τα μάτια».

«Φυσικά», είπε η Μεράνα με ανέκφραστη φωνή, «όλα ήταν μέρος της ίδιας παγίδας, της ίδιας προειδοποίησης. Οι Αελίτες κι αυτός ο άνθρωπος. Κρίμα που τον αφήσαμε να φύγει, μα ανησυχούσαμε για σένα και αυτός κατάφερε να ξεγλιστρήσει πριν σκεφτεί κανείς να τον κρατήσει».

Η Ντεμίρα σκεφτόταν τον Μίλαμ και αν όλα αυτά θα επηρέαζαν την έρευνα στη βιβλιοθήκη, πόση ώρα θα έκανε ο Στέβαν να ηρεμήσει, και τα λεγόμενα της Μεράνα δεν έγιναν αντιληπτά στην αρχή. «Να τον κρατήσει; Προειδοποίηση; Τι είναι αυτά που λες, Μεράνα;» Η Μπερενίτσια μουρμούρισε κάτι, ότι θα καταλάβαινε αν της τα έβαζαν μέσα σε βιβλίο· η Μπερενίτσια μερικές φορές σε έσφαζε με τα λόγια της.