Ο Νέριμ στάθηκε πλάι στο τραπέζι του Ματ, χύνοντας νερό από μια ασημένια καράφα λες και ήταν κρασί και κοιτώντας με πονεμένο ύφος τους στρατιώτες να καταβροχθίζουν αμάσητες τις εκλεκτές λιχουδιές «Αυγά ορτυκιών τουρσί, Άρχοντά μου», ανακοίνωνε με πένθιμο τόνο. «Θα ήταν ό,τι πρέπει για το πρόγευμα του Άρχοντά μου στο Έμπου Νταρ». Και, «Η καλύτερη καπνιστή γλώσσα, Άρχοντά μου. Αν ήξερε ο Άρχοντάς μου τι πέρασα για να βρω γλώσσα καπνισμένη με μέλι σε κείνο το ελεεινό χωριό, που δεν προλάβαινα να βρω τίποτα και οι Άες Σεντάι είχαν πάρει τα καλύτερα». Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο παράπονο του έμοιαζε να είναι ότι ο Λόπιν είχε βρει για τον Ναλέσεν κορυδαλλούς στο βαζάκι. Κάθε φορά που ο Ναλέσεν τραγάνιζε έναν, το ικανοποιημένο χαμόγελο του Λόπιν γινόταν πιο πλατύ και το πρόσωπο του Νέριμ συννέφιαζε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο τρόπος που μερικοί άνδρες του οσμίζονταν τον αέρα έδειχνε καθαρά ότι θα προτιμούσαν ένα κομμάτι αρνί και ένα πιάτο σούπα παρά ένα τραπέζι φορτωμένο γλώσσα καπνιστή με μέλι και πουτίγκα από συκώτι πάπιας. Ο Όλβερ κοίταζε τη φωτιά των γυναικών με απροκάλυπτη λαχτάρα.
«Θέλεις να φας μαζί τους;» τον ρώτησε ο Ματ. «Δεν πειράζει να πας».
«Μ’ αρέσει το χέλι τουρσί», είπε ξερά ο Όλβερ. Πρόσθεσε, με πιο ζοφερό τόνο, «Μπορεί αυτές να βάλουν τίποτα μέσα». Το βλέμμα του ακολουθούσε κάθε κίνηση της Αβιέντα, κι επίσης έμοιαζε να έχει κάτι με την Κυνηγό, ίσως επειδή περνούσε αρκετές ώρες συζητώντας φιλικά με την Αελίτισσα. Η Αβιέντα πρέπει να είχε νιώσει το βλέμμα του αγοριού, επειδή του έριξε μια ματιά και έσμιξε τα φρύδια.
Ο Ματ, σκουπίζοντας το πηγούνι του και κοιτώντας τη φωτιά των Άες Σεντάι —τώρα που το σκεφτόταν, και ο ίδιος θα προτιμούσε να είχε φάει αρνί και σούπα— πρόσεξε ότι ο Τζάεμ έλειπε. Ο Βάνιν άρχισε να μουρμουρίζει που τον ξαναέβγαζαν για ανίχνευση, όμως ο Ματ τον έστειλε για τον ίδιο λόγο που τον είχε βάλει να ιχνηλατεί μπροστά τους παρά το ότι έκανε το ίδιο και ο Τζάεμ. Δεν ήθελε να βασίζεται σε αυτά που θα επέλεγαν να του πουν οι Άες Σεντάι. Ίσως να εμπιστευόταν τη Νυνάβε —δεν πίστευε ότι θα του έλεγε ψέματα κατάμουτρα· όταν η Νυνάβε ήταν η Σοφία του χωριού, ήταν πολύ αυστηρή με όσους έλεγαν ψέματα— αλλά αυτή όλο τον κοίταζε πάνω από τον ώμο της Αντελέας με ύποπτο τρόπο.
Προς έκπληξή του, η Ηλαίην μόλις απόφαγε σηκώθηκε και πέρασε με αιθέριο βήμα εκείνη την αόρατη γραμμή. Μερικές γυναίκες έδειχναν να πετούν λίγο πάνω από το έδαφος. «Θα κάνεις μια βόλτα μαζί μου, Αφέντη Κώθον;» τον ρώτησε ανέκφραστα. Χωρίς μεγάλη ευγένεια, αλλά ούτε αγενώς.
Εκείνος της έκανε νόημα να προπορευτεί, κι εκείνη προχώρησε στα δένδρα πέρα από τους σκοπούς που ήταν λουσμένα στις σκιές του φεγγαριού. Τα χρυσά μαλλιά της κυλούσαν στους ώμους της, φόντο για ένα πρόσωπο που θα τραβούσε το βλέμμα οποιουδήποτε ανδρός, και το φεγγαρόφωτο απάλυνε την υπεροψία της. Αν η Ηλαίην ήταν κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν... Και ο Ματ δεν εννοούσε μόνο το ότι ήταν Άες Σεντάι, ή το ότι ανήκε στον Ραντ. Ο Ραντ, παρ’ όλο που ήξερε να τις φέρνει βόλτα, έμοιαζε να έχει μπλεχτεί με το πιο ακατάλληλο είδος γυναίκας. Ύστερα η Ηλαίην άρχισε να μιλάει, και ο Ματ ξέχασε τα πάντα.
«Έχεις ένα τερ’ανγκριάλ», του είπε χωρίς περιστροφές, και χωρίς να τον κοιτάζει. Απλώς προχωρούσε με το αιθέριο βήμα της, κάνοντας τα φύλλα στο χώμα να θροΐζουν, σαν να περίμενε ότι ο Ματ θα γονάτιζε σαν κυνηγόσκυλο. «Μερικοί θεωρούν ότι τα τερ’ανγκριάλ ανήκουν δικαιωματικά στην ιδιοκτησία των Άες Σεντάι, αλλά εγώ δεν απαιτώ να μου το παραδώσεις. Κανείς δεν θα σου το πάρει. Όμως αυτά τα πράγματα χρειάζονται μελέτη. Γι’ αυτό το λόγο, θέλω να μου δίνεις το τερ’ανγκριάλ κάθε βράδυ όταν θα σταματάμε. Θα σου το επιστρέφω κάθε πρωί όταν θα ξεκινάμε».
Ο Ματ τη λοξοκοίταξε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι μιλούσε σοβαρά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, που με αφήνεις να κρατήσω αυτό που μου ανήκει. Αλλά τι σε κάνει να νομίζεις ότι έχω ένα από αυτά τα... πώς τα είπες; Τερα-κάτι;»