Πώς μούδιασε τότε εκείνη, και πώς τον κοίταξε. Αυτός ξαφνιάστηκε που δεν είδε φλόγες να πετιούνται από τα μάτια της για να φωτίσουν τη νύχτα. Η φωνή της, όμως, ήταν πάγος κρύσταλλο. «Ξέρεις πολύ καλά τι είναι τα τερ’ανγκριάλ, Αφέντη Κώθον. Άκουσα τη Μουαραίν να σου λέει γι’ αυτά στην Πέτρα του Δακρύου».
«Στην Πέτρα;» είπε εκείνος ήπια. «Πώς, τη θυμάμαι την Πέτρα. Τι ωραία που περάσαμε όλοι εκεί. Θυμάσαι τίποτα στην Πέτρα που σου δίνει το δικαίωμα να έχεις απαιτήσεις από μένα; Εγώ όχι. Βρίσκομαι εδώ μόνο για να βοηθήσω εσένα και τη Νυνάβε να μην σας κόψουν το λαιμό στο Έμπου Νταρ. Για τα τερ’ανγκριάλ μπορείς να ρωτήσεις τον Ραντ όταν σε παραδώσω σ’ αυτόν».
Εκείνη έμεινε να τον ατενίζει για μια ατέλειωτη στιγμή σαν να ήθελε να τον γονατίσει με τη δύναμη της θέλησής της, κι ύστερα έκανε στροφή επιτόπου δίχως άλλη κουβέντα. Αυτός την ακολούθησε στο στρατόπεδο και ξαφνιάστηκε βλέποντάς την να περπατά ανάμεσα στη σειρά των πεδικλωμένων αλόγων. Εξέτασε τις φωτιές και τον τρόπο που ήταν απλωμένες οι κουβέρτες, κούνησε το κεφάλι της βλέποντας τα αποφάγια του δείπνου των στρατιωτών. Δεν είχε ιδέα τι έκανε ώσπου αυτή ξαναγύρισε κοντά του με το πηγούνι της υψωμένο.
«Οι άνδρες σου έκαναν καλή δουλειά, Αφέντη Κώθον», του είπε, αρκετά δυνατά για να το ακούσουν όλοι. «Εν γένει, είμαι κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη. Αλλά αν προγραμμάτιζες από νωρίς, δεν θα αναγκάζονταν να καταβροχθίσουν φαγητά τα οποία δεν θα τους αφήσουν να κοιμηθούν απόψε. Συνολικά πάντως τα πήγες αρκετά καλά. Είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον θα κάνει τα σχέδιά σου εκ των προτέρων» Και με αδιατάρακτη ψυχραιμία επέστρεψε στη δική της φωτιά πριν ο Ματ προλάβει να βγάλει άχνα, παρατώντας τον σύξυλο.
Αν το πράγμα τελείωνε εκεί, με την Κόρη-Διάδοχο να τον θεωρεί υποτακτικό της και να κρατά το στόμα της κλειστό μαζί με τη Νυνάβε μπροστά στη Βαντέν και την Αντελέας — αν αυτό ήταν όλο, ο Ματ θα χόρευε από τη χαρά του. Ακριβώς μετά την επιθεώρηση της Ηλαίην, πριν καν ο Ματ φτάσει τις κουβέρτες του, η αλεπουδοκεφαλή πάγωσε.
Τόσο πολύ σοκαρίστηκε που στάθηκε εκεί κοιτάζοντας το στήθος του πριν καν σκεφτεί να στρέψει το βλέμμα στη φωτιά των Άες Σεντάι. Στέκονταν εκεί παραταγμένες στην αόρατη διαχωριστική γραμμή, μαζί και η Αβιέντα. Η Ηλαίην μουρμούρισε κάτι που ο Ματ δεν μπόρεσε να ακούσει, και οι δύο ασπρομάλλες Άες Σεντάι ένευσαν, ενώ στο μεταξύ η Αντελέας συνεχώς βουτούσε βιαστικά μια πένα σε ένα μελανοδοχείο που είχε σε μια θήκη στη ζώνη της και κρατούσε σημειώσεις σ’ ένα βιβλιαράκι. Η Νυνάβε τραβούσε την πλεξούδα της και μουρμούριζε μόνη της.
Όλο αυτό κράτησε συνολικά μερικές φορές. Ύστερα η παγωνιά υποχώρησε, και εκείνες επέστρεψαν στη φωτιά τους, συζητώντας χαμηλόφωνα. Πού και πού κάποια σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε προς τη μεριά του, ώσπου στο τέλος ο Ματ ξάπλωσε στο κρεβάτι του.
Τη δεύτερη μέρα βρήκαν ένα δρόμο και ο Τζάεμ έβγαλε το μανδύα του που άλλαζε χρώματα. Ήταν ένας μακρύς χωματόδρομος όπου μερικές φορές φαίνονταν η άκρη κάποιας πέτρας από το παλιό λιθόστρωτο, όμως η δημοσιά δεν τους βοήθησε να ταξιδέψουν γρηγορότερα. Κατ’ αρχάς, στριφογυρνούσε μέσα σε δασώδεις λόφους. Μερικοί απ’ αυτούς τους λόφους ήταν σωστά βουνά, ανώμαλα, κοφτερά υψώματα με απόκρημνες πλαγιές και πέτρινους οβελίσκους που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα στα δένδρα. Εκτός αυτού, ένα μικρό αλλά σταθερό ρεύμα ανθρώπων προχωρούσε και προς τις δύο κατευθύνσεις, κυρίως παρέες από κουρελήδες με ανέκφραστα πρόσωπα που μετά βίας καταλάβαιναν πότε έπρεπε να ανοίξουν δρόμο στις βοϊδάμαξες με τους ψηλούς τροχούς που είχαν οι αγρότες, και στα καραβάνια των εμπόρων με τις καλυμμένες με μουσαμά άμαξες που τις έσερναν ομάδες των έξι ή των οκτώ αλόγων. Στις πλαγιές των λόφων έβλεπες κολλημένες αγροικίες και αχυρώνες από άσπρες πέτρες, και στα μισά της τρίτης μέρας εμφανίστηκε το πρώτο χωριό, με άσπρα ασβεστωμένα σπιτάκια και επίπεδες στέγες με ανοιχτοκόκκινα τούβλα.
Οι ενοχλήσεις όμως συνεχίζονταν. Η Ηλαίην συνέχισε τις βραδινές επιθεωρήσεις της. Όταν της είπε σαρκαστικά ότι χαιρόταν που ήταν ευχαριστημένη, τη δεύτερη βραδιά που είχαν στρατοπεδεύσει πλάι στο δρόμο, εκείνη του χάρισε ένα από κείνα τα επιτηδευμένα χαμόγελα με ύφος βασίλισσας και είπε, «Έτσι πρέπει, Αφέντη Κώθον», με τόνο που εννοούσε κάθε λέξη!
Από τη στιγμή που άρχισαν να σταματούν στα πανδοχεία, η Ηλαίην επιθεωρούσε τόσο τα άλογα στους στάβλους όσο και τις σοφίτες όπου θα κοιμούνταν οι στρατιώτες. Όταν της ζήτησε να μην το κάνει, εκείνη απλώς σήκωσε ακατάδεχτα το φρύδι και δεν δέησε να απαντήσει. Όταν της είπε να μην το κάνει, εκείνη δεν σήκωσε καν το φρύδι· απλώς τον αγνόησε εντελώς. Του έλεγε να κάνει πράγματα που ο Ματ είχε ήδη αποφασίσει να κάνει —για παράδειγμα, όταν έφτασαν σε πανδοχείο που είχε πεταλωτή, ζήτησε από τον Ματ να φροντίσει για τα πέταλα των αλόγων— και, το πιο ενοχλητικό, πράγματα για τα οποία θα είχε φροντίσει αν τα ήξερε εγκαίρως. Ο Ματ δεν είχε ιδέα πώς η Ηλαίην είχε καταλάβει ότι ο Ταντ Κάντελ προσπαθούσε να κρύψει τον καλόγερο που είχε βγάλει στον πισινό, ή ότι ο Λώντριν Μενταίρ είχε πέντε ολόκληρα φλασκιά μπράντυ κρυμμένα στα σακίδια της σέλας του. Η λέξη εκνευριστικό ήταν λίγη για να περιγράψει το ότι έκανε κάτι όταν του το έλεγε η Ηλαίην, αλλά έπρεπε να κάψουν τον καλόγερο του Κάντελ —μερικοί της Ομάδας του είχαν υιοθετήσει τη στάση του Ματ απέναντι στη Θεραπεία— και να χύσουν στο χώμα το μπράντυ του Μενταίρ, και δέκα άλλα πράγματα.