Ο Ματ σχεδόν προσευχόταν να του έλεγε κάτι που δεν χρειαζόταν να γίνει, έστω και μια φορά, για να μπορέσει να της πει όχι. Ένα εμφατικό και απόλυτο όχι! Το τέλειο θα ήταν αν του ξαναζητούσε το τερ’ανγκριάλ, όμως εκείνη δεν το είχε αναφέρει άλλη φορά. Εξήγησε στους στρατιώτες ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να την υπακούνε, και δεν έπιασε κανέναν να το κάνει, αλλά αυτοί άρχισαν να χαμογελούν με ευχαρίστηση όταν τους έκανε κοπλιμέντα για το πόσο καλά περιποιούνταν τα άλογά τους και φούσκωναν το στήθος όταν τους έλεγε ότι της φαίνονταν σπουδαίοι στρατιώτες. Ο Ματ παραλίγο θα κατάπινε τη γλώσσα του τη μέρα που είδε τον Βάνιν να χτυπά τις αρθρώσεις των δαχτύλων του στο μέτωπό του και να της λέει, «Ευχαριστώ, Αρχόντισσα» δίχως ίχνος ειρωνείας.
Προσπάθησε να φέρεται φιλικά, όμως οι άλλες το απέρριψαν. Η Αβιέντα του είπε ότι δεν είχε τιμή, αν ήταν δυνατόν, και ότι αν δεν έδειχνε περισσότερο σεβασμό στην Ηλαίην, θα του έδινε η ίδια ένα μάθημα. Η Αβιέντα! Η γυναίκα την οποία ο Ματ υποψιαζόταν ότι ήθελε να κόψει το λαιμό της Ηλαίην! Αποκαλούσε την Ηλαίην κονταδελφή της! Η Βαντέν και η Αντελέας τον κοίταζαν σαν να ήταν ένα παράξενο ζουζούνι καρφιτσωμένο σε σανίδα. Ο Ματ πρότεινε στην Κυνηγό να πάνε μαζί για τοξοβολία, είτε για στοίχημα είτε απλώς για διασκέδαση —το τόξο που κρατούσε πρέπει να της συδαύλιζε τη φαντασία· το όνομά της ως Κυνηγός ήταν Μπιργκίτε— όμως εκείνη του έριξε ένα πολύ παράξενο βλέμμα και αρνήθηκε. Από κει και έπειτα, τον απέφευγε. Κολλούσε στο πλευρό της Ηλαίην συνεχώς, εκτός απ’ όταν η Ηλαίην ερχόταν κοντά του. Όσο για τη Νυνάβε...
Σ’ όλη τη διαδρομή από το Σαλιντάρ τον απέφευγε λες και βρωμούσε. Την τρίτη νύχτα του ταξιδιού, την πρώτη σε πανδοχείο, ένα μικρό πανδοχείο που ονομαζόταν Γαμήλιο Μαχαίρι, ο Ματ την είδε στο στάβλο που είχε στέγη από κεραμίδια να ταΐζει ένα μαραμένο καρότο στην παχουλή φοράδα της και αποφάσισε πως παρ’ όλα αυτά που συνέβαιναν, τουλάχιστον θα μπορούσε να της μιλήσει για τη Μποντ. Δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ν πηγαίνει η αδελφή σου να γίνει Άες Σεντάι, και η Νυνάβε θα ήξερε τι περίμενε τη Μποντ. «Νυνάβε», της είπε, προχωρώντας με μεγάλα βήματα προς το μέρος της, «θέλω να σου μιλήσω—» Δεν πρόλαβε να πει περισσότερα.
Εκείνη σχεδόν τινάχτηκε ψηλά στον αέρα, και ξανάπεσε κουνώντας του τη γροθιά της, αν και αμέσως την έκρυψε σε μια πτυχή των φουστανιών της. «Άφησέ με ήσυχη, Ματ Κώθον», είπε, σχεδόν φωνάζοντας. «Μ’ άκουσες; Άφησέ με ήσυχη!» Κι έφυγε βιαστικά, τόσο φουρκισμένη που ο Ματ περίμενε πως θα της σηκώνονταν οι τρίχες σαν γάτα. Από κει και έπειτα, ο Ματ όχι μόνο φαινόταν πως βρωμούσε, αλλά και είχε κάποια ασθένεια που ήταν απεχθής και λοιμώδης. Όταν προσπαθούσε να την πλησιάσει, εκείνη κρυβόταν πίσω από την Εγκουέν και τον αγριοκοίταζε πάνω από τον ώμο της, και θα ’λεγες ότι ήθελε να του βγάλει τη γλώσσα της. Οι γυναίκες ήταν τρελές· δεν υπήρχε άλλη εξήγηση.
Τουλάχιστον ο Θομ και ο Τζούιλιν δεν αρνούνταν να προχωρούν δίπλα του με το άλογο κατά τη διάρκεια της μέρα, όποτε δεν απαιτούσε η Ηλαίην την προσοχή τους. Η Κόρη-Διάδοχος αυτό έκανε μερικές φορές και ο Ματ ήταν σίγουρος ότι ο μόνος λόγος ήταν για να τους απομακρύνει από κοντά του, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Όταν έβρισκαν πανδοχείο, οι δύο άνδρες μετά χαράς έπιναν ένα ποτήρι μπύρα ή παντς παρέα με τον Ματ και τον Ναλέσεν για να περάσει η βραδιά. Οι κοινές αίθουσες εκεί ήταν τυπικές για επαρχία, ήσυχα μέρη με τούβλινους τοίχους όπου το αποκορύφωμα της διασκέδασης ήταν να παρακολουθείς την πιτσιλωτή γάτα του πανδοχείου και στα τραπέζια σερβίριζε η ίδια η πανδοχέας, που ήταν πάντα γυναίκα με τόσο τέτοιους γοφούς που έλεγες ότι τα δάχτυλά σου θα έσπαζαν αν έκανες να την τσιμπήσεις. Οι συζητήσεις περιστρέφονταν κυρίως γύρω από το Έμπου Νταρ, για το οποίο ο Θομ ήξερε αρκετά πράγματα, παρ’ όλο που δεν είχε βρεθεί ποτέ εκεί. Ο Ναλέσεν ήταν πρόθυμος με το παραπάνω να αφηγηθεί τη μία επίσκεψή του εκεί όσο συχνά κι αν του το ζητούσαν, αν και προτιμούσε να δίνει βάρος στις μονομαχίες που είχε δει και στα στοιχήματα στις ιπποδρομίες. Ο Τζούιλιν είχε ακούσει ιστορίες από κάποιους που ήξεραν κάποιους που είχαν βρεθεί εκεί, ίσως από τρίτο ή τέταρτο χέρι, οι οποίες φάνταζαν απίστευτες μέχρι που τις είχαν επιβεβαιώσει ο Θομ ή ο Ναλέσεν. Στο Έμπου Νταρ οι άνδρες μονομαχούσαν για γυναίκες, και οι γυναίκες για άνδρες· και στις δύο περιπτώσεις το έπαθλο —αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσαν— συμφωνούσε να ακολουθήσει τον νικητή. Όταν παντρεύονταν, ο άνδρας έδινε στη γυναίκα ένα μαχαίρι ζητώντας της να το χρησιμοποιήσει αν τη δυσαρεστούσε —αν τη δυσαρεστούσε!— και η γυναίκα που σκότωνε άνδρα θεωρούνταν δικαιολογημένη μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Στο Έμπου Νταρ, οι άνδρες πατούσαν μ’ ελαφριά βήματα κοντά στις γυναίκες, και χαμογελούσαν για πράγματα που αλλού θα σκότωναν άνδρα. Η Ηλαίην θα το λάτρευε. Το ίδιο και η Νυνάβε.