Выбрать главу

Βγήκε και κάτι άλλο από αυτές τις συζητήσεις. Ο Ματ δεν είχε φανταστεί τη δυσαρέσκεια που έτρεφαν η Νυνάβε και η Ηλαίην για τη Βαντέν και την Αντελέας, όσο κι αν προσπαθούσαν να την κρύψουν. Όπως φαινόταν, η Νυνάβε περιοριζόταν στο να αγριοκοιτάζει και να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια της. Η Ηλαίην ούτε κατσούφιαζε ούτε μουρμούριζε, αλλά συνεχώς προσπαθούσε να αναλάβει τα ηνία· έμοιαζε να θεωρεί πως ήταν ήδη Βασίλισσα του Άντορ. Όσα χρόνια κι αν κρύβονταν πίσω από κείνα τα αγέραστα πρόσωπα, η Βαντέν και η Αντελέας πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλες για να είναι οι μητέρες των άλλων δύο, αν όχι οι γιαγιάδες τους. Ο Ματ δεν θα ξαφνιαζόταν αν εκείνες ήταν ήδη Άες Σεντάι όταν γεννιόνταν η Νυνάβε και η Ηλαίην. Ακόμα και ο Θομ δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτή την ένταση, και για απλός βάρδος έμοιαζε να καταλαβαίνει πάρα πολλά. Όταν ο Θομ είχε προσπαθήσει να της κάνει παρατήρηση με το μαλακό, η Ηλαίην τον είχε αποπάρει και του είχε πει ότι δεν καταλάβαινε και δεν μπορούσε να καταλάβει. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι δύο μεγαλύτερες Άες Σεντάι ήταν εξαιρετικά ανεκτικές. Η Αντελέας συχνά δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται ότι η Ηλαίην έδινε διαταγές, και τόσο η ίδια όσο και η Βαντέν ξαφνιάζονταν όταν το πρόσεχαν.

«Η Βαντέν είπε, “Αν στ’ αλήθεια το θέλεις, παιδί μου, φυσικά και θα το κάνουμε”», μουρμούρισε ο Τζούιλιν πίνοντας τη μπύρα του καθώς εξιστορούσε ένα περιστατικό. «Θα ’λεγε κανείς ότι μια κοπέλα που μόλις πριν λίγες ήταν Αποδεχθείσα θα χαιρόταν γι’ αυτό. Τα μάτια της Ηλαίην μου θύμισαν μια χειμωνιάτικη θύελλα. Η Νυνάβε έτριζε τα δόντια της τόσο σκληρά που νόμιζα ότι θα σπάσουν».

Κάθονταν στην κοινή αίθουσα του Γαμήλιου Μαχαιριού. Ο Βάνιν και ο Χάρναν και άλλοι είχαν πιάσει πάγκους σε άλλα τραπέζια, μαζί με μερικούς ντόπιους. Οι άνδρες φορούσαν μακριά γιλέκα, μερικά τόσο φανταχτερά που θα έκαναν ακόμα και για Μάστορα, συχνά χωρίς πουκάμισο· οι γυναίκες φορούσαν ανοιχτόχρωμα φορέματα με βαθιά, στενά ντεκολτέ, με φούστες μαζεμένες στο ένα γόνατο για να αποκαλύπτουν μισοφόρια τόσο φανταχτερά που μπροστά τους τα γιλέκα ωχριούσαν. Πολλοί άνδρες και όλες οι γυναίκες φορούσαν μεγάλους κρίκους στα αυτιά για δαχτυλίδια, και στα χέρια τους τρία ή τέσσερα δαχτυλίδια που λαμπύριζαν από τα πολύχρωμα γυαλιά. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες χάιδευαν τα μαχαίρια που είχαν περασμένα στη ζώνη και κοίταζαν σκοτεινά τους ξένους. Υπήρχαν δύο καραβάνια εμπόρων από την Αμαδισία που είχαν κάνει στάση στο Γαμήλιο Μαχαίρι, όμως οι έμποροι είχαν δειπνήσει στα δωμάτιά τους και οι αμαξάδες είχαν μείνει με τις άμαξες. Η Ηλαίην και η Νυνάβε και οι άλλες γυναίκες ήταν κι αυτές πάνω.

«Οι γυναίκες είναι... αλλιώτικε», είπε ο Ναλέσεν γελώντας καθώς απαντούσε στον Τζούιλιν, αν και τα λόγια του τα απηύθυνε στον Ματ, αγγίζοντας την άκρη του γενιού του. Συνήθως δεν ήταν τόσο αμήχανος με τους πληβείους, μα ο Τζούιλιν ήταν πληβείος από το Δάκρυ, κι αυτό άλλαζε τα πράγματα, ειδικά αφού ο Τζούιλιν φρόντιζε να τον κοιτάζει όταν του μιλούσε. «Έχουμε μια χωριάτικη παροιμία στο Δάκρυ: “Μια Άες Σεντάι είναι δέκα γυναίκες κάτω από το ίδιο τομάρι”. Καμία φορά οι χωρικοί δείχνουν μεγάλη σοφία, που να καεί η ψυχή μου».

«Τουλάχιστον καμία δεν έκανε κάτι το, ας πούμε, αναπόδραστο», είπε ο Θομ, «αν και μου φάνηκε ότι λίγο έλειψε, όταν της Ηλαίην της ξέφυγε ότι είχε κάνει Πρόμαχο της τη Μπιργκίτε».

«Την Κυνηγό;» αναφώνησε ο Ματ. Μερικοί ντόπιοι τον κάρφωσαν με το βλέμμα, κι εκείνος χαμήλωσε τη φωνή. «Είναι Πρόμαχος κι αυτή; Πρόμαχος της Ηλαίην;» Τώρα εξηγούνταν μερικά πράγματα.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν κοιτάχτηκαν πάνω από τα ποτήρια τους.