Выбрать главу

«Θα χαρεί μαθαίνοντας ότι κατάλαβες πως είναι Κυνηγός του Κέρατος», είπε ο Θομ, σκουπίζοντας μπύρα από τα μουστάκια του. «Πράγματι, αυτό είναι, και η όλη ιστορία προκάλεσε μεγάλο σούσουρο. Ο Τζάεμ τη δέχτηκε αμέσως σαν νεότερη αδελφή του, όμως η Βαντέν και η Αντελέας...» Βαριαναστέναξε. «Δεν χάρηκαν ιδιαίτερα που η Ηλαίην είχε ήδη διαλέξει Πρόμαχο —απ’ ό,τι φαίνεται, οι Άες Σεντάι κάνουν χρόνια μέχρι να βρουν τον Πρόμαχο τους— πόσο μάλλον που διάλεξε γυναίκα. Κι αυτό έκανε τη Ηλαίην να στυλώσει τα πόδια».

«Δεν τους αρέσει να κάνουν πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει», πρόσθεσε ο Τζούιλιν.

«Γυναίκα Πρόμαχος», μουρμούρισε ο Ναλέσεν. «Ήξερα πως με τον Αναγεννημένο Δράκοντα θα αλλάξουν τα πάντα, μα γυναίκα Πρόμαχος;»

Ο Ματ σήκωσε τους ώμους. «Κάτι μου λέει ότι θα τα πάει καλά, αρκεί να ξέρει να σημαδεύει με το τόξο. Στραβοκατάπιες;» ρώτησε τον Τζούιλιν, που τον είχε πιάσει βήχας καθώς κατέβαζε τη μπύρα του. «Εγώ προτιμώ πάντα το τόξο από το σπαθί. Βρίσκω προτιμότερη την πολεμική ράβδο, μα και το τόξο καλό είναι. Ελπίζω μόνο να μην μπλεχτεί στα πόδια του όταν έρθει η ώρα να πάρω την Ηλαίην στον Ραντ».

«Νομίζω ότι ξέρει να σημαδεύει». Ο Θομ έγειρε πάνω από το τραπέζι για να χτυπήσει τον Τζούιλιν στην πλάτη. «Στ’ αλήθεια το πιστεύω, Ματ».

Αλλά αν η Νυνάβε και οι υπόλοιπες ήθελαν να ξεμαλλιαστούν —και ο Ματ δεν θα ήθελε να είναι στην ίδια πόλη αν συνέβαινε αυτό, παρ’ όλο που είχε την αλεπουδοκεφαλή— δεν του έδειξαν κάτι τέτοιο. Είδε μόνο ένα ενωμένο μέτωπο, και την επανάληψη των προσπαθειών να διαβιβάσουν εναντίον του, αρχίζοντας από τη στιγμή που σέλωνε τον Πιπς το πρωί μετά την πρώτη απόπειρα. Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να διώξει τον Νέριμ που νόμιζε πως το σέλωμα του αλόγου του Ματ ήταν δική του δουλειά και υπαινισσόταν πως θα το έκανε καλύτερα, και η φευγαλέα παγωνιά κράτησε μόνο μια στιγμή, έτσι ο Ματ δεν έδειξε εξωτερικά ότι είχε προσέξει τίποτα. Αποφάσισε πως αυτή θα ήταν η απάντησή του. Ούτε ματιές, ούτε αγριοκοιτάγματα, ούτε κατηγορίες. Θα τις αγνοούσε και θα τις άφηνε να βράζουν στο ζουμί τους.

Είχε αρκετές ευκαιρίες να δείξει ότι τις αγνοούσε. Το ασημένιο μενταγιόν πάγωσε άλλες δυο φορές μέχρι να βρουν το δρόμο, και μετά αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μέρας, εκείνο το βράδυ, και κάθε μέρα και κάθε βράδυ έκτοτε. Μερικές φορές εμφανιζόταν και χανόταν μέχρι να βλεφαρίσει δυο φορές, και μερικές φορές ήταν σίγουρος ότι συνεχιζόταν επί μια ώρα. Φυσικά, δεν ήξερε ποια απ’ όλες ήταν υπεύθυνη. Συνήθως. Μια φορά, όταν η ζέστη του είχε κάνει εξάνθημα στην πλάτη και ένιωθε το μαντίλι στο λαιμό του να του πριονίζει το κεφάλι, έπιασε τη Νυνάβε να τον κοιτάζει ενώ το μενταγιόν πάγωνε. Τον αγριοκοίταζε με τόση ένταση που ένας περαστικός αγρότης, που χτυπούσε το βόδι του μ’ ένα ραβδί για να το κάνει να προχωρήσει γρηγορότερα, την κοίταξε πάνω από τον ώμο του σαν να φοβόταν ότι το βλέμμα της θα στρεφόταν πάνω του και θα σκότωνε το ζωντανό ανάμεσα στους ρυμούς του κάρου. Όταν ο Ματ την αγριοκοίταξε με τη σειρά του, εκείνη τινάχτηκε και παραλίγο θα έπεφτε από τη σέλα, και τότε μόνο χάθηκε η παγωνιά. Για τις άλλες, δεν ήξερε. Μερικές φορές έβλεπε δυο ή τρεις να τον κοιτάζουν, ανάμεσά τους και την Αβιέντα, που ακόμα περπατούσε και έσερνε το άλογο από τα γκέμια. Οι άλλες, όταν τις κοίταζε, μιλούσαν μεταξύ τους ή κοίταζαν κάποιον αετό που πετούσε στον ασυννέφιαστο ουρανό ή κάποια μεγάλη μαύρη αρκούδα μιάμιση φορά ψηλότερη από άνθρωπο που στεκόταν ανάμεσα στα δένδρα σε μια απότομη λοφοπλαγιά που φαινόταν από το δρόμο. Το μόνο καλό σ’ όλα αυτά ήταν ότι είχε την εντύπωση πως η Ηλαίην δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη. Ο Ματ δεν ήξερε γιατί, και δεν τον ένοιαζε. Ακούς εκεί, να επιθεωρεί τους άνδρες του. Να τον χτυπά απαλά στο κεφάλι με κοπλιμέντα. Αν ήταν από τους άνδρες που έκαναν τέτοια πράγματα, θα την είχε κλωτσήσει.

Η αλήθεια όμως ήταν ότι είχε αρχίσει να νιώθει αυτάρεσκα. Ό,τι κι αν έκαναν, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα πάνω του, τίποτα που να μην μπορούσε να γιατρευτεί αν έτριβε μια από τις αλοιφές του Νέριμ στο στήθος του. Ο Νέριμ τον διαβεβαίωνε ότι δεν ήταν κρυοπάγημα. Ένιωθε αυτάρεσκα ως το τέταρτο απόγευμα. Είχε βάλει τον Πιπς στο στάβλο κει όδευε προς το Νότιο Στεφάνι, ένα ελεεινό μονώροφο κτήριο από τούβλα περασμένα με άσπρο ασβέστη, σε ένα ελεεινό χωριό όλο άσπρους ασβεστωμένους τούβλινους τοίχους και μύγες το οποίο λεγόταν Σο Τεχάρ, όταν κάτι μαλακό τον χτύπησε ανάμεσα στους ώμους. Στριφογύρισε με τη οσμή της κοπριάς αλόγου στα ρουθούνια, έτοιμος να δώσει ένα γερό μάθημα σε κάποιον, είτε ήταν κανένας νεαρός σταβλίτης, είτε κάποιος από τους νταήδες του Σο Τεχάρ με το βλοσυρό βλέμμα, είτε είχε μαχαίρι είτε όχι. Δεν υπήρχε πουθενά ούτε σταβλίτης, ούτε νταής. Μόνο η Αντελέας, που έγραφε βιαστικά στο βιβλιαράκι νεύοντας μόνη της. Τα χέρια της ήταν πεντακάθαρα.