Ο Ματ μπήκε μέσα και ζήτησε παντς από την πανδοχέα, ύστερα άλλαξε γνώμη και την έβαλε να του φέρει μπράντυ, ένα θολό υγρό που η κοκαλιάρα γυναίκα ισχυρίστηκε πως ήταν φτιαγμένο από δαμάσκηνα, αλλά είχε γεύση σαν να προοριζόταν για να βγάζει τη σκουριά. Ο Τζούιλιν αρκέστηκε να το μυρίσει μια φορά, ενώ ο Θομ δεν θέλησε να κάνει ούτε αυτό. Ακόμα και ο Ναλέσεν ήπιε μόνο μια γουλιά πριν ζητήσει παντς, ο Ναλέσεν που έπινε τα πάντα. Ο Ματ έχασε το λογαριασμό για το πόσα μικρά κασσιτέρινα ποτηράκια είχε πιει, αλλά όσα και να ήταν, χρειάστηκε να τον πιάσουν μαζί ο Νέριμ και ο Λόπιν για να τον πάνε στο κρεβάτι. Δεν είχε κάτσει να σκεφτεί αν η αλεπουδοκεφαλή είχε όρια. Είχε απόδειξη και με το παραπάνω ότι σταματούσε το σαϊντάρ, αλλά αν αρκούσε να πιάσουν κάτι με τη Δύναμη και να του το εκσφενδονίσουν... Καλύτερο από το τίποτα, έλεγε και ξανάλεγε μέσα του, όπως ξάπλωνε στο ανώμαλο στρώμα και κοίταζε τις σκιές που έριχνε το φεγγάρι να προχωρούν στο ταβάνι. Πολύ καλύτερο από το τίποτα. Αλλά αν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του μόνος του, θα ξανακατέβαινε να πιει κι άλλο μπράντυ.
Κι αυτός ήταν ο λόγος που είχε χάλια διάθεση και η γλώσσα του έμοιαζε να έχει ένα στρώμα από φτερά και το κεφάλι του να είναι γεμάτο τυμπανιστές που έπαιζαν και ο ιδρώτας κυλούσε πάνω του εξαιτίας του ήλιου εκεί ψηλά, όταν ο δρόμος έφτασε σε μια ράχη την πέμπτη μέρα και αποκαλύφθηκε το Έμπου Νταρ απλωμένο εκεί κάτω, καβάλα στον πλατύ ποταμό Έλνταρ με ένα μεγάλο κόλπο γεμάτο πλοία πιο πέρα.
Το πρώτο πράγμα που τον χτύπησε ήταν η λευκότητα της πόλης. Λευκά κτήρια, λευκά παλάτια, λευκοί πύργοι και οβελίσκοι. Υπήρχαν θόλοι σαν μυτερά γογγύλια ή αχλάδια που έφεραν κυκλικές λωρίδες, πορφυρές ή γαλάζιες ή χρυσές, αλλά ως επί το πλείστον η πόλη ήταν λευκή και αντανακλούσε το φως του ήλιου με τρόπο που σχεδόν του πονούσαν τα μάτια. Η πύλη στην οποία οδηγούσε ο δρόμος ήταν μια φαρδιά, ψηλή, μυτερή αψίδα σε ένα ασπροβαμένο τείχος τόσο χοντρό που ο Ματ έκανε είκοσι βήματα στη σκιά πριν ξαναβγεί στον ήλιο. Του φαινόταν να είναι μια πόλη γεμάτη πλατείες και κανάλια και γέφυρες: μεγάλες πλατείες ξέχειλες από κόσμο με σιντριβάνια ή αγάλματα στο κέντρο, κανάλια πλατιά και κανάλια στενά με ρηχές βάρκες που οι βαρκάρηδες κρατούσαν μακριά κοντάρια αντί για κουπιά, γέφυρες σε ποικιλία μεγεθών, μερικές μικρές, άλλες που σχημάτιζαν ψηλές καμάρες, και μερικές τόσο μεγάλες που είχαν μαγαζιά στα πλαϊνά τους. Υπήρχαν παλάτια με χοντρές κολόνες στο προστέγασμά τους πλάι σε μαγαζάκια που επεδείκνυαν κουρέλια και πανιά, ενώ τριώροφα σπίτια, με πελώρια αψιδωτά παράθυρα κρυμμένα πίσω από γρίλιες, στέκονταν ανάμεσα σε στάβλους και μαχαιροποιεία και ιχθυοπωλεία.
Σε μια απ’ αυτές τις πλατείες η Βαντέν τράβηξε τα χαλινάρια για να διαβουλευθεί με την Αντελέας ενώ η Νυνάβε τις κοίταζε συνοφρυωμένη και η Ηλαίην τις ατένιζε με τέτοιο ύφος που έλεγες ότι έπρεπε να κρέμονταν παγωμένοι κρύσταλλοι από τη μύτη και το πηγούνι της. Κατόπιν προτροπής της Ηλαίην, η Αβιέντα είχε ανέβει στο κοκαλιάρικο γκριζοκαφέ άλογο της για να μπουν στην πόλη, μα τώρα ξανακατέβηκε, όσο αδέξια είχε ανέβει. Κοίταξε γύρω της σχεδόν με την ίδια περιέργεια που κοίταζε και ο Όλβερ, ο οποίος είχε μείνει με τα μάτια γουρλωμένα από την πρώτη στιγμή που είχε ξεπροβάλλει η πόλη στον ορίζοντα. Η Μπιργκίτε προσπαθούσε να γίνει η σκιά της Ηλαίην, μιμούμενη αυτό που έκανε ο Τζάεμ με τη Βαντέν.
Ο Ματ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για κάνει αέρα με το καπέλο του και να ρίξει μια ματιά ολόγυρα.
Το μεγαλύτερο παλάτι που είχε δει ως εκείνη τη στιγμή καταλάμβανε μια ολόκληρη πλευρά της πλατείας, γεμάτο θόλους και οβελίσκους και κιονοστοιχίες δύο και τρεις ορόφους ψηλότερα από το έδαφος. Στις άλλες τρεις πλευρές, συμβίωναν μέγαρα λαμπρά και πανδοχεία και καταστήματα, όλα εξίσου λευκά. Το άγαλμα μιας γυναίκας με φαρδύ χιτώνα, ψηλότερο από Ογκιρανό, στεκόταν σε ένα ακόμα ψηλότερο βάθρο στο κέντρο της πλατείας, και η γυναίκα είχε το χέρι υψωμένο δείχνοντας νότια τη θάλασσα. Μόνο μια χούφτα άνθρωποι προχωρούσαν στο πλακόστρωτο της πλατείας, κάτι διόλου παράξενο σε κείνη την κάψα. Μερικοί έτρωγαν το μεσημεριανό τους καθισμένο στο χαμηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου, ενώ περιστέρια και γλάροι πετούσαν ολόγυρα πολεμώντας για τα ψίχουλα. Ήταν μια εικόνα γαλήνης. Ο Ματ δεν κατάλαβε γιατί ξαφνικά ένιωθε τα ζάρια να στριφογυρίζουν στο κεφάλι του.
Ήξερε καλά αυτή την αίσθηση. Μερικές φορές την ένιωθε όταν είχε μεγάλη τύχη στο τζογάρισμα. Πάντα ήταν εκεί όταν ξεκινούσε η μάχη. Και φαινόταν να εμφανίζεται όταν είχε να πάρει μια κρίσιμη απόφαση, από κείνες που η λάθος επιλογή θα κατέληγε στο θάνατο του.