Выбрать главу

«Τώρα θα μπούμε μέσα, από μια μικρότερη πύλη», ανακοίνωσε η Βαντέν. «Η Μέριλιλ θα φροντίσει να μας βρει δωμάτια για να φρεσκαριστούμε».

Αυτό σήμαινε ότι μπροστά τους ήταν το Παλάτι Τάρασιν, όπου η Τάυλιν: Κουιντάρα του Οίκου Μίτσομπαρ καθόταν στο Θρόνο των Ανέμων και η πραγματική εξουσία της εκτεινόταν ίσως στα εκατό μίλια γύρω από το Έμπου Νταρ. Ένα από τα λίγα πράγματα που είχε καταφέρει ο Ματ να μάθει γι’ αυτό το ταξίδι ήταν ότι οι Άες Σεντάι επρόκειτο να συναντήσουν μερικές αδελφές τους στο Παλάτι, και φυσικά την Τάυλιν. Οι Άες Σεντάι θα συναντούσαν τη Βασίλισσα. Ο Ματ κοίταξε το βουνό από λαμπυρίζοντα μάρμαρα και ασπροβαμμένες πέτρες, και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν να μένεις εκεί. Συνήθως του άρεσαν τα παλάτια· ή τουλάχιστον του άρεσαν όποια μέρη είχαν υπηρέτες και χρυσάφι, ενώ δεν ήταν άσχημο πράγμα τα πουπουλένια κρεβάτια. Όμως το Βασιλικό Παλάτι σήμαινε πως όπου κι αν έστριβες θα έβλεπες ευγενείς. Ο Ματ προτιμούσε να είναι οι ευγενείς λίγοι-λίγοι· ακόμα και ο Ναλέσεν μπορούσε να γίνει εκνευριστικός. Ένα τόσο μεγάλο παλάτι σήμαινε πώς ή θα αναρωτιόταν συνεχώς πού βρισκόταν η Νυνάβε και η Ηλαίην, ή αλλιώς θα έπρεπε να βάλει φρουρά δίπλα τους. Δεν ήξερε τι από τα δύο θα ήταν χειρότερο, αν τον άφηναν να τις ακολουθεί εκεί σαν σωματοφύλακας, ή αν θα του αρνιόταν. Στο νου του σχεδόν μπορούσε να ακούσει την Ηλαίην να λέει με την ψυχρή φωνή της, Βρείτε παρακαλώ καταλύματα για τον Αφέντη Κώθον και τους άνδρες μου. Φροντίστε να τους ταΐζετε και να τους ποτίζετε. Σίγουρα αυτό θα έκανε. Θα ερχόταν να τους επιθεωρεί, και θα του έλεγε να κάνει αυτό που ο Ματ ήδη σκόπευε να κάνει. Αλλά αν υπήρχε μέρος όπου η Ηλαίην και η Νυνάβε θα ήταν ασφαλείς, αυτό θα ήταν μέσα στο Παλάτι μιας Βασίλισσας. Εκτός αυτού, αυτό που ήθελε ο Ματ ήταν ένα μέρος για να απλώσει τα πόδια του και να πιει παντς με μια κοπελιά στα γόνατά του να του τρίβει τους κροτάφους. Τι καλά θα ήταν να είχε μερικές υγρές πετσέτες. Τον πονούσε το κεφάλι. Ακόμα αντηχούσε στα αυτιά του το αυστηρό λογύδριο που του είχε βγάλει η Ηλαίην νωρίτερα το πρωί για τα κακά του πιοτού, για το ότι έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για τους άλλους. Αυτός ήταν άλλος ένας λόγος που έπρεπε να πατήσει πόδι. Ήταν τόσο αδύναμος που δεν μπορούσε να απαντήσει, μόλις είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να ανέβει στον Πιπς, και τα είχε αφήσει όλα αναπάντητα. Αν δεν έβαζε ένα τέλος τώρα σ’ όλα αυτά, θα κατέληγε και ο ίδιος να χτυπά το μέτωπό του με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του μπροστά της.

Όλα αυτά πέρασαν από το νου του στην ώρα που χρειάστηκε η Βαντέν για να στρίψει το χοντρό καφεγκρίζο μουνούχι της προς το Παλάτι. «Θα βρω δωμάτια σε πανδοχείο για τους άνδρες μου», είπε δυνατά. «Αν εσύ ή η Ηλαίην θέλετε να βγείτε στο δρόμο, στείλτε μήνυμα και θα φέρω μερικούς άνδρες για να σας συνοδεύσουν». Μάλλον δεν θα το έκαναν —μια γυναίκα μπορεί να ήταν άοπλη στο λάκκο με τις αρκούδες και πάλι θα νόμιζε ότι θα τα έβγαζε πέρα μόνη της— αλλά ο Ματ έβαζε στοίχημα ότι ο Βέριν μπορούσε να βρει πότε θα έβγαιναν έξω. Κι αν όχι, τότε υπήρχε και ο Τζούιλιν· ένας κλεφτοκυνηγός θα ήξερε πώς. «Αυτό μας κάνει». Διάλεξε ένα στην τύχη και άπλωσε το χέρι του σε ένα πλατύ κτήριο στην άλλη άκρη της πλατείας. Πάνω από την αψιδωτή είσοδο κουνιόταν μπρος-πίσω μια δυσδιάκριτη ταμπέλα.

Η Βαντέν κοίταξε την Αντελέας. Η Ηλαίην κοίταξε τη Νυνάβε. Η Αβιέντα του έριξε μια συνοφρυωμένη ματιά.

Αυτός όμως δεν τους έδωσε περιθώριο να μιλήσουν. «Θομ, Τζούιλιν, τι λέτε να πάμε για μερικά ποτηράκια παντς;» Ίσως θα ήταν καλύτερα να έπινε νερό· ποτέ στη ζωή του δεν είχε πιει τόσο πολύ.

Ο Θομ κούνησε το κεφάλι. «Ίσως αργότερα, Ματ. Πρέπει να μείνω κοντά στην Ηλαίην, σε περίπτωση που με χρειαστεί». Το σχεδόν πατρικό χαμόγελο που της έστειλε έσβησε όταν την είδε να κοιτάζει αποσβολωμένη τον Ματ. Ο Τζούιλιν δεν χαμογέλασε —σπανίως χαμογελούσε πια— αλλά είπε και αυτός ότι έπρεπε να μείνει κοντά τους και ίσως ερχόταν αργότερα.

«Όπως νομίζεις», είπε ο Ματ, ξαναφορώντας το καπέλο του. «Βάνιν. Βάνιν!» Ο χοντρούλης τινάχτηκε και έπαψε να κοιτάζει με λατρεία την Ηλαίην. Ο άνθρωπος κοκκίνισε! Μα το Φως, αυτή η γυναίκα είχε κακή επίδραση πάνω τους.

Καθώς ο Ματ έστριβε τον Πιπς, η φωνή της Ηλαίην τον χτύπησε στην πλάτη, πιο αυστηρή από όσο το πρωί. «Μην αφήσεις κανέναν να πιει πολύ, Αφέντη Κώθον. Μερικοί δεν ξέρουν πότε να σταματήσουν. Και δεν πρέπει να αφήνεις ένα νεαρό παιδί να βλέπει άνδρες να πίνουν».

Ο Ματ έτριξε τα δόντια και διέσχισε την πλατεία χωρίς να κοιτάξει πίσω. Ο Όλβερ τον κοίταζε. Θα έπρεπε να προειδοποιήσει τους άνδρες να μην μεθούν μπροστά στο παιδί, ειδικά τον Μενταίρ. Μα το Φως, το μισούσε όταν του έλεγε τι έπρεπε να κάνει!