Выбрать главу

Το πανδοχείο λεγόταν Περιπλανώμενη, όμως η ταμπέλα πάνω από την πόρτα και η κοινή αίθουσα υποσχόταν ό,τι ήθελε ο Ματ. Το ψηλοτάβανο δωμάτιο είχε σχετική δροσιά, και τα πλατιά, αψιδωτά παράθυρά του ήταν κρυμμένα πίσω από ξύλινα παντζούρια με σκαλισμένα αραβουργήματα. Στα παντζούρια έμοιαζαν να υπάρχουν περισσότερα ανοίγματα παρά ξύλο, όμως πρόσφεραν σκιά στο δωμάτιο. Υπήρχαν ξένοι ανάμεσα στους ντόπιους, ένας κοκαλιάρης Μουραντιανός με στριφογυριστό μουστάκι, ένας σωματώδης Καντορινός με δύο ασημένιες αλυσίδες στο στήθος του σακακιού του, κι άλλοι τους οποίους ο Ματ δεν αναγνώριζε με την πρώτη. Μια ελαφριά ομίχλη από καπνό πίπας πλανιόταν στον αέρα, ενώ ένα παράξενο είδος μουσικής πρόσφεραν δύο γυναίκες που έπαιζαν στριγκά φλάουτα και ένας άνδρας με ένα τύμπανο ανάμεσα στα πόδια. Και, το καλύτερο απ’ όλα, οι σερβιτόρες ήταν ομορφούλες, και υπήρχαν άνδρες που έπαιζαν ζάρια σε τέσσερα τραπέζια. Ο Καντορινός έμπορος έπαιζε χαρτιά.

Η επιβλητική πανδοχέας συστήθηκε λέγοντας ότι ήταν η Σετάλ Ανάν, μολονότι τα ανοιχτοκάστανα μάτια της δεν είχαν γεννηθεί στο Έμπου Νταρ. «Καλοί μου Άρχοντες...» Οι μεγάλοι χρυσοί κρίκοι στα αυτιά τους λικνίστηκαν καθώς έκλινε το κεφάλι εξίσου στον Ματ και στον Ναλέσεν, «...μπορεί η Περιπλανώμενη να σας προσφέρει τις ταπεινές υπηρεσίες της;»

Ήταν όμορφη παρά την υποψία του γκρίζου στα μαλλιά τη, όμως ο Ματ κοίταζε τα μάτια της. Φορούσε γαμήλιο μαχαίρι που κρεμόταν από ένα στενό μενταγιόν, με τη λαβή που ήταν στολισμένη με κόκκινα και λευκά πετράδια να κατεβαίνει στο εντυπωσιακό ντεκολτέ της, κι επίσης είχε ένα κυρτό μαχαίρι στη ζώνη της. Ο Ματ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Κυρά Ανάν, νιώθω ότι ήρθα στο σπίτι μου».

Το παράξενο ήταν ότι στο κεφάλι του τα ζάρια είχαν σταματήσει να στριφογυρίζουν.

48

Γέρνοντας Πάνω στο Μαχαίρι

Η Νυνάβε βγήκε από τη μεγάλη χάλκινη μπανιέρα με το κεφάλι τυλιγμένο σε μια άσπρη πετσέτα και άρχισε να σκουπίζεται αργά. Η παχουλή γκριζομάλλα υπηρέτρια θέλησε να την ντύσει, η Νυνάβε όμως την έδιωξε, αγνοώντας τις έκπληκτες ματιές και τις διαμαρτυρίες, και ντύθηκε μόνη της, με μεγάλη προσοχή, κοιτώντας με προσοχή το σκουροπράσινο φόρεμα με τον πλατύ γιακά από χλωμή Μεραντιανή δαντέλα στον ψηλό, στενό, όρθιο καθρέφτη. Είχε στο πουγκί της το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι του Λαν —καλύτερα να μην το σκεφτόταν αυτό— μαζί με το συστραμμένο τερ’ανγκριάλ δαχτυλίδι, ενώ το Μεγάλο Ερπετό λαμπύριζε χρυσό στο μεσαίο δάχτυλο του δεξιού της χεριού. Του δεξιού της χεριού. Καλύτερα να μην το σκεφτόταν ούτε αυτό.

Το ψηλό ταβάνι είχε ευχάριστα ζωγραφισμένο ένα γαλανό ουρανό με λευκά σύννεφα· και παρ’ όλο που τα πόδια των επίπλων είχαν σχήμα ποδιών λιονταριού και ήταν επίχρυσα και φανταχτερά, παρ’ όλο που οι λεπτοί στύλοι του κρεβατιού και τα πόδια των καρεκλών και ό,τι άλλο κάθετο υπήρχε είχαν υπερβολικά πολλές αυλακώσεις και επίχρυσα στολίσματα για το γούστο της, το δωμάτιο δεν έπαυε να είναι το πιο άνετο κατάλυμα που είχε γνωρίσει εδώ και πολλές μέρες. Ήταν ένα ευχάριστο δωμάτιο. Σχετικά δροσερό. Αυτό που ήθελε ήταν να χαλαρώσει.

Αλλά φυσικά δεν τα κατάφερνε. Είχε νιώσει να υφαίνουν το σαϊντάρ, και μόλις βγήκε από την κρεβατοκάμαρα της είδε το ξόρκι εναντίον των ωτακουστών που είχε στερεώσει η Ηλαίην γύρω από το καθιστικό. Η Μπιργκίτε και η Αβιέντα είχαν ήδη πάει εκεί φρεσκοπλυμένες και ντυμένες.

Όπως ήταν μια αρκετά συνηθισμένη διαρρύθμιση εδώ, σύμφωνα με τη Μπιργκίτε, υπήρχαν τέσσερις κρεβατοκάμαρες γύρω από ένα καθιστικό, όπου κι εκεί υπήρχε στο ταβάνι ζωγραφισμένος ουρανός με σύννεφα. Τέσσερις μεγάλες αψιδωτές μπαλκονόπορτες έβγαζαν σε μια μακριά βεράντα από ασπροβαμμένο δουλεμένο σίδηρο, τόσο περίτεχνο που χωρίς να μπορούσες να βλέπεις αθέατος την πλατεία Μολ Χάρα μπροστά στο παλάτι. Μια αχνή αύρα χάιδευε τα παράθυρα φέρνοντας την αλμύρα της θάλασσας, και ως εκ θαύματος ήταν κάπως δροσερή. Ο θυμός της χαλούσε την αυτοσυγκέντρωση και η Νυνάβε λίγο μετά απ’ όταν είχε φτάσει στο Παλάτι Τάρασιν είχε αρχίσει να νιώθει τη ζέστη.

Στον Θομ και τον Τζούιλιν είχαν δώσει ένα δωμάτιο κάπου βαριά στα διαμερίσματα των υπηρετών, κάτι που ενοχλούσε την Ηλαίην περισσότερο απ’ όσο είχε ενοχλήσει τους δύο άνδρες. Ο Θομ μάλιστα είχε βάλει τα γέλια. Μα γι’ αυτόν δεν ήταν δύσκολο.

«Το τσάι είναι υπέροχο, Νυνάβε, πιες», είπε η Ηλαίην, απλώνοντας μια άσπρη πετσετούλα στο αστραφτερό γαλάζιο μεταξωτό φουστάνι της. Όπως και ό,τι άλλο υπήρχε στο καθιστικό, η πλατιά καρέκλα της είχε επίχρυσες μπάλες αντί για πόδια, ενώ υπήρχαν επίχρυσες μπάλες στην ψηλή ράχη της καρέκλας πάνω από το κεφάλι της. Η Αβιέντα καθόταν δίπλα της, αλλά στο πάτωμα, με τα πόδια σταυρωμένα κάτω από το σώμα της, φορώντας ένα φόρεμα με ψηλό γιακά που ήταν σχεδόν ασορτί με τα ανοιχτοπράσινα πλακάκια. Το δαιδαλώδες ασημένιο μενταγιόν ταίριαζε όμορφα με το φόρεμα. Η Νυνάβε δεν θυμόταν να είχε δει την Αελίτισσα σε καρέκλα έστω και μια φορά. Όλοι την κοίταζαν στα δύο πανδοχεία που είχαν μείνει.