Выбрать главу

«Μέντα και μούρα», πρόσθεσε η Μπιργκίτε στην πρόταση της Ηλαίην, γεμίζοντας άλλο ένα λεπτεπίλεπτο χρυσό πορσελάνινο φλιτζάνι δίχως να περιμένει. Η Μπιργκίτε φυσικά φορούσε γκρίζο φαρδύ παντελόνι και κοντό γαλάζιο σακάκι. Σπανίως έβαζε φόρεμα, όμως το γούστο της ήταν τέτοιο που η Νυνάβε χαιρόταν που δεν ήταν πιο συχνά. Και οι τρεις ήταν ντυμένες και περιποιημένες, και δεν τις ήθελε κανείς.

Η ασημένια καράφα αστραφτοβολούσε, θολή από τις δροσοσταλίδες, και το τσάι ήταν δροσερό και αναζωογονητικό. Η Νυνάβε θαύμαζε το πρόσωπο της Ηλαίην, που ήταν κρύο και στεγνό. Η ίδια προσωπικά ένιωθε πάλι μούσκεμα, παρά την αύρα. «Πρέπει να πω», μουρμούρισε, «ότι περίμενα αλλιώτικη υποδοχή».

«Στ’ αλήθεια;» ρώτησε η Ηλαίην. «Μετά τον τρόπο που μας φέρθηκαν η Βαντέν και η Αντελέας;»

Η Νυνάβε αναστέναξε. «Άντε καλά, να πω “έλπιζα”. Έγινα επιτέλους Άες Σεντάι, αληθινή Άες Σεντάι, και κανείς δεν το πιστεύει. Έλπιζα στ’ αλήθεια ότι κάτι θα άλλαζε τώρα που φύγαμε από το Σαλιντάρ».

Η συνάντησή τους με τη Μέριλιλ Κήντεβιν δεν είχε πάει καλά. Η ακρόαση, για την ακρίβεια. Η Βαντέν τις είχε παρουσιάσει σχεδόν αδιάφορα, και ύστερα είχαν αποπεμφθεί, τις είχαν διώξει για να μπορέσουν οι πραγματικές Άες Σεντάι να συζητήσουν. Η Μέριλιλ είχε πει πως σίγουρα θα ήθελαν να φρεσκαριστούν, μα στην πραγματικότητα τις έδιωχνε, αφήνοντάς τους την εκλογή να φύγουν σαν πειθήνιες Αποδεχθείσες ή να αρνηθούν μοιάζοντας με μουτρωμένα παιδάκια. Η ανάμνηση ήταν αρκετή για να χαλάσει την αυτοσυγκέντρωση της Νυνάβε· ο ιδρώτας άρχισε να κυλά στο πρόσωπό της.

Το χειρότερο δεν ήταν που τις είχαν διώξει. Η Μέριλιλ ήταν μια λιγνή, κομψή Καιρχινή με χλωμή επιδερμίδα, γυαλιστερά μελαχρινά μαλλιά και μεγάλα υγρά μάτια, μια Γκρίζα που έδειχνε πως τίποτα δεν την αιφνιδίαζε και τίποτα δεν μπορούσε να την αιφνιδιάσει. Αλλά εκείνα τα μαύρα μάτια είχαν γουρλώσει όταν της είπαν ότι η Νυνάβε και η Ηλαίην ήταν Άες Σεντάι, και ακόμα περισσότερο όταν άκουσε ότι Έδρα της Άμερλιν ήταν η Εγκουέν. Έμεινε αποσβολωμένη όταν άκουσε ότι η Μπιργκίτε ήταν Πρόμαχος, αν και η αντίδρασή της περιορίστηκε σε μια επίμονη ματιά και στο σφίξιμο των χειλιών. Η Αβιέντα τη γλίτωσε πιο εύκολα απ’ όλες· η Μέριλιλ απλώς της είπε μουρμουριστά πόσο θα απολάμβανε τη μαθητεία της. Κι ύστερα τις είχαν διώξει. Μαζί με την προτροπή, προσταγή καλύτερα, να περάσουν μερικές μέρες αναρρώνοντας από τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού τους.

Η Νυνάβε έβγαλε το μαντίλι από το μανίκι και έκανε άδικα αέρα στο πρόσωπό της με το δαντελωτό τετράγωνο ύφασμα. «Νομίζω πως κάτι κρύβουν».

«Έλα τώρα, Νυνάβε», είπε η Ηλαίην, κουνώντας το κεφάλι. «Ούτε μένα μ’ αρέσει ο τρόπος που μας φέρονται, μα πας να κάνεις το ποντίκι ταύρο. Αν η Βαντέν και η Αντελέας θέλουν να ψάξουν για φυγάδες, ας ψάξουν. Θα προτιμούσες να αναλάβουν αυτές την έρευνα για τη γαβάθα;» Σ’ ολόκληρο το ταξίδι καλά-καλά δεν μιλούσαν για το τερ’ανγκριάλ που έψαχναν, από το φόβο μήπως έκαναν αυτό ακριβώς το πράγμα εκείνες οι δύο.

Ανεξαρτήτως αν θα το έκαναν είτε όχι, η Νυνάβε ακόμα πίστευε πως κάτι τους έκρυβαν. Η Ηλαίην δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Η Αντελέας δεν είχε αντιληφθεί ότι η Νυνάβε είχε ακούσει το σχόλιο της για τις φυγάδες που θα έψαχναν όταν έφταναν στο Έμπου Νταρ, και όταν η Νυνάβε ρώτησε αν στ’ αλήθεια περίμεναν ότι θα τις έβρισκαν, η Βαντέν απάντησε, υπερβολικά βιαστικά, ότι πάντα είχαν το νου τους για νεαρές γυναίκες που το είχαν σκάσει από τον Πύργο. Αυτό δεν έβγαζε νόημα. Καμία δεν είχε διαφύγει από το Σαλιντάρ, αλλά οι μαθητευόμενες μερικές φορές το έσκαγαν —ο βίος τους ήταν τραχύς, ειδικά όταν είχες χρόνια πειθαρχίας μπροστά σου πριν καν σκεφτείς ότι κάποτε θα σκεφτόσουν ελεύθερα— και υπήρχαν περιπτώσεις που κάποιες Αποδεχθείσες απελπίζονταν ότι θα φορέσουν ποτέ το επώμιο και προσπαθούσαν να φύγουν κρυφά· όμως ακόμα και η Νυνάβε ήξερε ότι ελάχιστες κατάφερναν να βγουν από το νησί της Ταρ Βάλον, και σχεδόν όλες τις γύριζαν πίσω με το ζόρι. Μπορούσαν να τις διώξουν ανά πάσα στιγμή, επειδή δεν ήταν αρκετά δυνατές για να συνεχίσουν, επειδή είχαν αρνηθεί τη δοκιμασία για να γίνουν Αποδεχθείσες ή είχαν αποτύχει σ’ αυτήν —δοκιμασία από την οποία είχαν γλιτώσει η Νυνάβε και η Ηλαίην— αλλά δεν ήταν δική τους η απόφαση να φύγουν παρά μόνο όταν φορούσαν το επώμιο.