Επομένως λοιπόν, αν οι επιτυχημένες φυγάδες ήταν τόσο σπάνιες, γιατί η Βαντέν και η Αντελέας πίστευαν ότι θα έβρισκαν κάποια στο Έμπου Νταρ, και γιατί είχαν κλείσει ερμητικά τα στόματά τους όταν τις είχε ρωτήσει; Φοβόταν ότι σ’ αυτό το τελευταίο είχε την απάντηση. Χρειάστηκε μεγάλος αυτοέλεγχος για να μην τραβήξει την πλεξούδα της. Σκεφτόταν ότι βελτιωνόταν σ’ αυτό.
«Τουλάχιστον ο Ματ ξέρει ότι είμαστε Άες Σεντάι», μούγκρισε. Τουλάχιστον τώρα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Κιχ να έκανε, και θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα όταν η Νυνάβε τον χτυπούσε μ’ ό,τι μπορούσε να σηκώσει με τη ροή. «Αλίμονό του αλλιώς».
«Γι’ αυτό τον αποφεύγεις σαν Τσελτανός που κρύβεται από τον φοροεισπράκτορα;» ρώτησε η Μπιργκίτε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, και η Νυνάβε ένιωσε να κοκκινίζει. Νόμιζε ότι ήξερε να κρύβει τα συναισθήματά της καλύτερα.
«Είναι πολύ ενοχλητικός, ακόμα και για άνδρας», μουρμούρισε η Αβιέντα. «Πρέπει να έχεις ταξιδέψει πολύ, Μπιργκίτε. Συχνά μιλάς για μέρη που δεν τα έχω ακουστά. Κάποια μέρα θα ήθελα να ταξιδέψω στις υδατοχώρες και να δω όλα αυτά τα παράξενα μέρη. Πού είναι αυτό το Τσέλταν... το Τσέλτα;»
Το χαμόγελο της Μπιργκίτε κόπηκε με το μαχαίρι· όπου κι αν ήταν, ίσως να ήταν χαμένο εδώ και χίλια χρόνια, ή ίσως από κάποια άλλη Εποχή. Όλο της ξέφευγαν αρχαία μέρη και πράγματα στη συζήτηση. Η Νυνάβε ευχήθηκε να ήταν εκεί για να τη δει να παραδέχεται στην Εγκουέν αυτό που η Εγκουέν ήδη γνώριζε. Η Εγκουέν είχε γίνει εντυπωσιακά δυναμική στο διάστημα που είχε περάσει με τους Αελίτες, και δεν ανεχόταν κάτι όταν το θεωρούσε ανοησία. Η Μπιργκίτε είχε γυρίσει σαν βρεγμένη γάτα.
Ακόμα κι έτσι, η Ήντομον συμπαθούσε τη Μπιργκίτε περισσότερο από την Αβιέντα, που της προκαλούσε ανησυχία μερικές φορές με τις άγριες ματιές τις και τις αιμοδιψείς κουβέντες της. Μπορεί και η Μπιργκίτε να ήταν ενοχλητική, μα η Νυνάβε είχε υποσχεθεί να φυλάξει το μυστικό της.
«Ο Ματ... με απείλησε», είπε βιαστικά. Ήταν το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο μυαλό για να αποσπάσει την προσοχή της Αβιέντα, και το τελευταίο που ήθελε να γίνει γνωστό στις άλλες. Τα μάγουλά της ρόδισαν πάλι. Η Ηλαίην χαμογέλασε, αν και το έκρυψε με ευγένεια σκύβοντας πάνω από το φλιτζάνι της. «Όχι μ’ αυτό τον τρόπο», πρόσθεσε η Νυνάβε όταν η Αβιέντα έσμιξε τα φρύδια και χάιδεψε το μαχαίρι στη ζώνη της. Η Αελίτισσα πίστευε πως η βία ήταν η ορθή απάντηση σε όλα. «Απλώς...» Η Αβιέντα και η Μπιργκίτε την κοίταξαν, μ’ όλη τους την προσοχή και το ενδιαφέρον. «Απλώς είπε...» Όπως είχε σώσει η ίδια τη Μπιργκίτε, έτσι την έσωσε η Ηλαίην.
«Νομίζω ότι αρκετά μιλήσαμε για τον Αφέντη Κώθον», είπε σθεναρά η Ηλαίην. «Βρίσκεται εδώ μόνο και μόνο για να απαλλάξουμε την Εγκουέν από την παρουσία του, και θα δω μετά τι θα κάνουμε για το τερ’ανγκριάλ». Έσφιξε τα χείλη για μια στιγμή. Δεν ήταν ευχαριστημένη που η Βαντέν και η Αντελέας διαβίβαζαν πάνω του δίχως να του ζητήσουν έστω τυπικά την άδεια, και πολύ λιγότερο όταν ο Ματ το είχε σκάσει σε κείνο το πανδοχείο. Μα η ίδια δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ισχυριζόταν πως λέγοντάς του να κάνει αυτά που ούτως ή άλλως θα έπρεπε να κάνει εξαρχής, τον βοηθούσε να συνηθίσει. Καλή της τύχη, λοιπόν. «Είναι το πιο ασήμαντο κομμάτι αυτού του ταξιδιού», είπε, με ακόμα πιο σίγουρη φωνή.
«Ναι». Η Νυνάβε δεν άφησε να χρωματίσει τη φωνή της η ανακούφιση που ένιωθε. «Ναι, η γαβάθα είναι το σημαντικό».
«Προτείνω να βγω πρώτα για ανίχνευση», είπε η Μπιργκίτε. «Το Έμπου Νταρ δείχνει πιο άγριο απ’ όσο θυμόμουν, και η περιοχή που περιγράφεις μπορεί να είναι αγριότερη κι από...» Απέφυγε να κοιτάξει την Αβιέντα. «...Την υπόλοιπη πόλη», κατέληξε αναστενάζοντας.
«Αν πρέπει να κάνουμε ανίχνευση», είπε ολοπρόθυμα η Αβιέντα, «θέλω να πάρω μέρος κι εγώ. Έχω καντιν’σόρ».
«Ο ανιχνευτής δεν πρέπει να ξεχωρίζει», είπε πράα η Ηλαίην. «Νομίζω ότι πρέπει να βρούμε φορέματα του Έμπου Νταρ για όλες μας· έτσι θα μπορέσουμε από την αρχή να ψάξουμε μαζί, και καμία δεν θα ξεχωρίζει. Αν και για τη Νυνάβε θα είναι πιο εύκολο», πρόσθεσε, χαμογελώντας στη Μπιργκίτε και την Αβιέντα. Οι Εμπουνταρινοί που είχαν δει ως τώρα είχαν όλοι μελαχρινά μαλλιά και σχεδόν μαύρα μάτια οι περισσότεροι.
Η Αβιέντα άφησε την ανάσα της να βγει δύσθυμα και η Νυνάβε θέλησε να τη μιμηθεί, καθώς σκεφτόταν εκείνα τα βαθιά ντεκολτέ. Πολύ βαθιά, παρ’ όλο που ήταν στενά. Η Μπιργκίτε χαμογέλασε· αυτή η γυναίκα ήταν τελείως ξεδιάντροπη.
Πριν συνεχιστεί η συζήτηση, μια γυναίκα με μελαχρινά μαλλιά που φορούσε επίσημη στολή του Οίκου Μίτσομπαρ μπήκε χωρίς να χτυπήσει, κάτι το οποίο η Νυνάβε θεώρησε αγενές, ό,τι κι αν έλεγε η Ηλαίην πως ήταν το σωστό για τους υπηρέτες. Το φόρεμά της ήταν λευκό και το φουστάνι ήταν ραμμένο έτσι ώστε να ανασηκώνεται στο αριστερό γόνατο για να αποκαλύπτει ένα πράσινο μισοφόρι, ενώ το στενό πάνω μέρος είχε στο αριστερό στήθος κεντημένα με πράσινο χρώμα την Άγκυρα και το Ξίφος. Ακόμα και το στενό ντεκολτέ του φορέματος κατηφόριζε όσο βαθιά θυμόταν η Νυνάβε. Η γυναίκα, παχουλή, περίπου μεσήλικη, δίστασε και μετά έκλινε το γόνυ και απευθύνθηκε προς όλες. «Η Βασίλισσα Τάυλιν επιθυμεί να δει τις τρεις Άες Σεντάι, αν θα ήθελαν».