Выбрать главу

Η Νυνάβε αντάλλαξε απορημένες ματιές με την Ηλαίην και τις άλλες.

«Υπάρχουν μόνο δύο Άες Σεντάι εδώ», είπε η Ηλαίην μετά από μια στιγμή. «Μήπως ήθελες να πας στη Μέριλιλ;»

«Με έστειλαν σε αυτό το διαμέρισμα... Άες Σεντάι». Η παύση ήταν τόσο σύντομη που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, και η υπηρέτρια σχεδόν είχε κάνει τον τίτλο ερώτηση.

Η Ηλαίην σηκώθηκε, σιάζοντας τα φουστάνια της· καμία ξένη δεν θα υποψιαζόταν ότι εκείνο το ήρεμο πρόσωπο έκρυβε θυμό, όμως υπήρχε μια αδιόρατη ένταση στις άκρες των ματιών και του στόματος. «Πάμε, λοιπόν; Νυνάβε; Αβιέντα; Μπιργκίτε;»

«Δεν είμαι Άες Σεντάι, Ηλαίην», είπε η Αβιέντα, και η υπηρέτρια παρενέβη βιαστικά λέγοντας, «Μου είπαν μόνο τις Άες Σεντάι».

«Η Αβιέντα κι εγώ μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά στην πόλη ενώ εσείς θα συναντιέστε με τη Βασίλισσα», είπε η Μπιργκίτε πριν η Ηλαίην προλάβει να ανοίξει το στόμα της. Το πρόσωπο της Αβιέντα φωτίστηκε.

Η Ηλαίην τις κοίταξε αυστηρά και μετά αναστέναξε. «Πολύ καλά, μα τουλάχιστον να προσέχετε. Νυνάβε, θα έρθεις ή μήπως θες κι εσύ να δεις την πόλη;» Αυτό το τελευταίο το είπε με ξερό τόνο, ρίχνοντας άλλη μια ματιά στη Μπιργκίτε.

«Α, δεν θα ήθελα να το χάσω», της είπε η Νυνάβε. «Θα είναι ωραίο να συναντήσουμε επιτέλους κάποια που να μας θεωρεί...» Δεν μπόρεσε να τελειώσει τη φράση της, αφού ήταν μπροστά η υπηρέτρια. «Δεν πρέπει να μας περιμένει η Βασίλισσα».

«Α, όχι», είπε η γυναίκα με τη στολή. «Αλλιώς, θα την πληρώσουν τα αυτάκια μου».

Όποια κι αν ήταν η τιμωρία, έκαναν αρκετή ώρα για να διασχίσουν τους διαδρόμους του παλατιού. Λες και επρόκειτο για αντιστάθμισμα στη λευκάδα απ’ έξω, το παλάτι ήταν γεμάτο χρώματα. Στον ένα διάδρομο το ταβάνι ήταν βαμμένο πράσινο και οι τοίχοι γαλάζιοι, σε έναν άλλο οι τοίχοι ήταν κίτρινοι και το ταβάνι ροζ. Τα πλακάκια του δαπέδου ήταν ρόμβοι κόκκινοι, μαύροι και λευκοί ή γαλάζιοι και κίτρινοι ή σχεδόν οποιοσδήποτε άλλος συνδυασμός σε όλες τις αποχρώσεις. Έβλεπες ελάχιστες ταπισερί, που συνήθως απεικόνιζαν θαλασσινές σκηνές, όμως υπήρχαν πολλά ψηλά βάζα από χρυσό πορσελάνη των Θαλασσινών σε αψιδωτές κόγχες, κι επίσης μεγάλα κομμάτια από σκαλισμένο κρύσταλλο, αγαλματάκια και βάζα και γαβάθες, που τράβηξαν το βλέμμα τόσο της Ηλαίην όσο και της Νυνάβε.

Φυσικά, οι υπηρέτες πηγαινοέρχονταν παντού τρέχοντας —για τους άνδρες, η στολή περιελάμβανε λευκό παντελόνι και μακρύ πράσινο γιλέκο πάνω από λευκό πουκάμισο με πλατιά πλισέ μανίκια— αλλά πριν η ομάδα προχωρήσει πολύ, η Νυνάβε πρόσεξε κάποιον να έρχεται προς το μέρος της, του οποίου η όψη την έκανε να σταματήσει και να πιάσει την Ηλαίην από το μπράτσο. Ήταν ο Τζάιτσιμ Καρίντιν. Δεν τράβηξε το βλέμμα της από τον ψηλό γκριζομάλλη καθώς εκείνος τις προσπερνούσε με μεγάλες δρασκελιές· τα άσπλαχνα μάτια του, βαθιά χωμένα στις κόγχες τους, δεν κοίταξαν στιγμή προς το μέρος τους, ενώ ο λευκός μανδύας απλωνόταν πίσω του. Το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο, μα τον αγνοούσε όπως τις αγνόησε κι αυτές.

«Τι θέλει εδώ;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. Ο άνθρωπος αυτός είχε εξαπολύσει το μακελειό στο Τάντσικο, και το Φως μόνο ήξερε πού αλλού.

Η υπηρέτρια την κοίταξε παραξενεμένη. «Μα, έχουν στείλει αντιπροσωπεία και τα Τέκνα του Φωτός, πάνε μήνες τώρα. Η Βασίλισσα... Άες Σεντάι;» Και πάλι εκείνος ο δισταγμός.

Η Ηλαίην κατάφερε να νεύσει με αξιοπρέπεια, μα η Νυνάβε δεν κατάφερε να απαλύνει τη σκαιότητα της φωνής της. «Να μην την αφήσουμε να μας περιμένει, λοιπόν». Κάτι που είχε ξεφύγει από τη Μέριλιλ για την Τάυλιν ήταν ότι επρόκειτο για μια σχολαστική γυναίκα, τυπικότατη. Αλλά αν άρχιζε κι αυτή να αμφιβάλλει πως οι δυο τους ήταν Άες Σεντάι, η Νυνάβε είχε την κατάλληλη διάθεση για να το αποδείξει.

Η υπηρέτρια τις άφησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ανοιχτογάλανο ταβάνι και κίτρινους τοίχους, όπου μια σειρά από ψηλές μπαλκονόπορτες με τριπλές αψίδες έβγαζαν σε ένα μακρύ μπαλκόνι από δουλεμένο σίδηρο και άφηναν να μπαίνει μια ευχάριστη, αλμυρή αύρα, και μπροστά στη Βασίλισσα η Νυνάβε και η Ηλαίην έκαναν γονυκλισίες με τον πρέποντα τρόπο από Άες Σεντάι προς κυβερνήτρια, με μια ελαφρά κάμψη της μέσης και μια μικρή κλίση της κεφαλής.