Η Τάυλιν ήταν εντυπωσιακή γυναίκα. Μπορεί να μην ήταν ψηλότερη από τη Νυνάβε, μα στεκόταν με τέτοιο βασιλικό παράστημα που η Ηλαίην θα δυσκολευόταν να σταθεί ισάξια της ακόμα και στις καλύτερες στιγμές της. Κανονικά θα όφειλε να απαντήσει με αβρότητα στις αβρότητές τους, μα δεν το έκανε. Αντιθέτως, τα μεγάλα μαύρα μάτια της τις περιεργάστηκαν με επιβλητική επιμονή.
Η Νυνάβε ανταπέδωσε το βλέμμα όσο μπορούσε. Τα κύματα των λαμπερών μελαχρινών μαλλιών της, γκρίζα στους κροτάφους, χύνονταν πολύ πιο κάτω από τους ώμους της Τάυλιν, κορνιζάροντας ένα πρόσωπο σχετικά όμορφο, αν και ταλαιπωρημένο. Το σοκαριστικό ήταν ότι στα μάγουλα της γυναίκας φαίνονταν δύο ουλές, ψιλές και τόσο παλιές που είχαν σχεδόν εξαφανιστεί. Φυσικά φορούσε κι αυτή ένα κυρτό μαχαίρι στη ζώνη της από πλεχτό χρυσάφι, με λαβή και θηκάρι κρυμμένα κάτω από ένα στρώμα πετράδια, το οποίο η Νυνάβε θεώρησε πως το είχε για επίδειξη. Το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα της Τάυλιν δεν ήταν από κείνα που θα φορούσες για μονομαχία· ήταν γεμάτο πτυχές από χιονάτη δαντέλα που σχεδόν θα έκρυβαν τα δάχτυλά της αν χαμήλωνε τα χέρια, και τα φουστάνια ήταν μαζεμένα πάνω από τα γόνατα για να εκθέσουν στρώματα από λευκοπράσινο μεταξωτά μισοφόρια, καταλήγοντας σε ουρά που απλωνόταν πίσω της τουλάχιστον για ένα βήμα. Το κορσάζ, στολισμένο κι αυτό με δαντέλα, ήταν τόσο στενό που η Νυνάβε αναρωτιόταν αν θα ήταν πιο άβολο να κάθεσαι ή να είσαι όρθια όταν το φορούσες. Ένα περιλαίμιο από υφασμένο χρυσάφι που αγκάλιαζε τον ψηλό λαιμό της Τάυλιν, με ακόμα περισσότερη δαντέλα κάτω από το πηγούνι της, συγκρατούσε ένα γαμήλιο μαχαίρι με λευκό θηκάρι που κρεμόταν με τη λαβή προς τα κάτω σε ένα οβάλ άνοιγμα στο κορσάζ που ήταν ίδιο και χειρότερο με κείνα τα βαθιά ντεκολτέ.
«Εσείς οι δύο πρέπει να είστε η Ηλαίην και η Νυνάβε». Η Τάυλιν πήρε μια καρέκλα σκαλισμένη έτσι ώστε να θυμίζει μπαμπού, αν και επίχρυση, και έσιαξε προσεκτικά τα φουστάνια της χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω τους. Η φωνή της ήταν βαθιά, μελωδική και προστακτική. «Με πληροφόρησαν πως υπήρχε και τρίτη. Η Αβιέντα;»
Η Νυνάβε αντάλλαξε ματιές με την Ηλαίην. Δεν τις είχε παρακαλέσει να καθίσουν, δεν είχε καν στρέψει φευγαλέα το βλέμμα προς τις καρέκλες. «Δεν είναι Άες Σεντάι», άρχισε να λέει η Ηλαίην γαλήνια.
Η Τάυλιν μίλησε πριν εκείνη προλάβει να συνεχίσει. «Ενώ εσείς είστε; Εσύ δείχνεις να είσαι το πολύ δεκαοκτώ χειμώνων, Ηλαίην. Κι εσύ, Νυνάβε, που με κοιτάζεις σαν γάτα με την ουρά παγιδευμένη, πόσους είδες; Είκοσι δύο; Ίσως είκοσι τρεις; Που να με καρφώσουν στο συκώτι! Επισκέφθηκα μια φορά την Ταρ Βάλον, και τον Λευκό πύργο. Αμφιβάλω αν γυναίκα της ηλικίας σου έχει φορέσει ποτέ το δαχτυλίδι στο δεξί της χέρι».
«Είκοσι έξι!» ξέσπασε η Νυνάβε. Πολλά μέλη του Κύκλου των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ πίστευαν πως παραήταν νέα για να γίνει Σοφία, και της είχε γίνει συνήθεια να αξιώνει την ηλικία της. «Είμαι είκοσι έξι χρόνων και Άες Σεντάι του Κίτρινου Άτζα» Ακόμα ένιωθε ένα ρίγος περηφάνιας όποτε το έλεγε. «Μπορεί η Ηλαίην να είναι δεκαοκτώ χρόνων, μα είναι Άες Σεντάι κι αυτή, του Πράσινου Άτζα. νομίζεις πως η Μέριλιλ ή η Βαντέν θα μας επέτρεπαν να φοράμε αυτά τα δαχτυλίδια για αστείο; Πολλά άλλαξαν, Τάυλιν. Η Έδρα της Άμερλιν, η Εγκουέν αλ’Βέρ, δεν είναι μεγαλύτερη από την Ηλαίην».
«Ναι;» είπε η Τάυλιν με ουδέτερη φωνή. «Αυτό δεν μου το είπαν. Όταν φεύγει ξαφνικά δίχως εξήγηση για τον Πύργο η Άες Σεντάι που με συμβούλευε από τη μέρα που ανέβηκα στο θρόνο, και πριν από μένα τον πατέρα μου, και εγώ μετά ακούω ότι οι φήμες για έναν Πύργο διαιρεμένο είναι αληθινές· όταν οι Δρακορκισμένοι μοιάζουν να ξεφυτρώνουν από το πουθενά· όταν εκλέγεται μια Άμερλιν για να αντιταχθεί στην Ελάιντα και συγκεντρώνεται ένας στρατός υπό την αρχηγία ενός σπουδαίου αρχηγού, μέσα στην Αλτάρα, χωρίς εγώ να ακούσω το παραμικρό — ε, όταν συμβαίνουν όλα αυτά, μην περιμένεις να μου αρέσουν οι εκπλήξεις».
Η Νυνάβε ευχήθηκε να μην πρόδιδε το πρόσωπό της την αναστάτωση που ένιωθε. Δεν θα μάθαινε ποτέ να κρατά το στόμα της κλειστό; Ξαφνικά, κατάλαβε ότι δεν ένιωθε πια την Αληθινή Πηγή· ο θυμός και η ντροπή δεν ταίριαζαν μαζί. Μάλλον καλύτερα έτσι. Αν μπορούσε να διαβιβάσει, ίσως κατόρθωνε να γελοιοποιηθεί ακόμα περισσότερο.
Η Ηλαίην έσπευσε αμέσως να μπαλώσει την κατάσταση. «Ξέρω ότι το έχεις ξανακούσει», είπε στην Τάυλιν, «αλλά επίτρεψέ μου να προσθέσω και τη δική μου συγγνώμη μαζί με της Μέριλιλ και των άλλων. Ήταν απαράδεκτο να συγκεντρώσουμε στρατό εντός των συνόρων σου χωρίς την άδειά σου. Το μόνο ελαφρυντικό που μπορώ να ισχυριστώ είναι ότι τα γεγονότα έτρεχαν και εμείς στη Σαλιντάρ παρασυρθήκαμε, αλλά αυτό δεν είναι εξήγηση. Σου ορκίζομαι ότι δεν έχουμε κακό σκοπό για την Αλτάρα, και δεν θέλαμε να προσβάλουμε το Θρόνο των Ανέμων. Ενώ εμείς μιλάμε, ο Γκάρεθ οδηγεί αυτό το στρατό προς βορρά, έξω από την Αλτάρα».