Выбрать главу

Η Τάυλιν την κοίταξε, χωρίς να βλεφαρίζει. «Δεν άκουσα λέξη συγγνώμης ή απολογίας πριν από σένα. Όμως κάθε ηγέτης της Αλτάρα πρέπει να μάθει να καταπίνει αμάσητες τις προσβολές από τις ανώτερες δυνάμεις». Πήρε μια βαθιά ανάσα και έκανε μια χειρονομία, με τη δαντέλα να κυματίζει. «Καθίστε, καθίστε οι δυο σας. Ξαπλώστε στο μαχαίρι σας και αφήστε τη γλώσσα σας λυτή». Το ξαφνικό χαμόγελο της ήταν σχεδόν ένας κεφάτος μορφασμός. «Δεν ξέρω πώς το λέτε στο Άντορ. Χαλαρώστε, και εκφραστείτε ελεύθερα».

Η Νυνάβε χάρηκε που τα γαλανά μάτια της Ηλαίην πλάτυναν από την έκπληξη, επειδή η ίδια άφησε μια κοφτή ανάσα. Αυτή ήταν η γυναίκα για την οποία η Μέριλιλ έλεγε ότι απαιτούσε τελετές οι κανόνες των οποίων ήταν σμιλεμένες σε γυαλισμένα μάρμαρα; Η Νυνάβε χάρηκε με το παραπάνω που θα καθόταν. Ενώ σκεφτόταν όλα τα κρυφά ρεύματα του Σαλιντάρ, αναρωτήθηκε αν η Τάυλιν προσπαθούσε να... να κάνει τι; Είχε μάθει να περιμένει ότι όσοι δεν ήταν στενοί φίλοι της θα προσπαθούσαν να την εκμεταλλευτούν. Η Ηλαίην κάθισε μπροστά-μπροστά στην καρέκλα της, με αλύγιστο κορμί.

«Το εννοώ αυτό που είπα», επέμεινε η Τάυλιν. «Ό,τι και να πείτε, δεν θα προσβληθώ». Από τον τρόπο όμως που τα δάχτυλά της χτυπούσαν το πετραδοστόλιστο θηκάρι στη μέση της, ίσως να την πρόσβαλλε η σιωπή.

«Δεν είμαι σίγουρη από πού να αρχίσω», είπε με προσοχή η Νυνάβε. Μέσα της ευχήθηκε να μην είχε νεύσει η Ηλαίην ακούγοντάς το· η Ηλαίην υποτίθεται πως ήξερε να αντιμετωπίζει βασιλιάδες και βασίλισσες. Γιατί δεν έλεγε κάτι;

«Από το γιατί», είπε ανυπόμονα η Βασίλισσα. «Γιατί έρχονται άλλες τέσσερις Άες Σεντάι στο Έμπου Νταρ από το Σαλιντάρ; Σίγουρα όχι για να υπερκεράσει την πρεσβεία της Ελάιντα —η Τέσλυν ούτε καν την ονομάζει έτσι, και την αποτελούν μόνο αυτή και η Τζολίνε... Δεν το ξέρατε;» Έπεσε πίσω στην καρέκλα της γελώντας και πίεσε τα δάχτυλα του ενός χεριού στα χείλη της. «Για τους Λευκομανδίτες ξέρετε; Ναι;» Το ελεύθερο χέρι της διέγραψε μια κοφτή τροχιά, και το κέφι της καταλάγιασε, βαθμηδόν. «Αυτό για τους Λευκομανδίτες! Μα πρέπει να ακούω όσους έρχονται σε ακρόαση, τόσο τον Άρχοντα Εξεταστή Καρίντιν όσο και τους άλλους».

«Μα γιατί;» ζήτησε να μάθει η Νυνάβε. «Χαίρομαι που δεν συμπαθείς τους Λευκομανδίτες, μα σ’ αυτή την περίπτωση, γιατί πρέπει να ακούσεις έστω και μια λέξη απ’ όσα λέει ο Καρίντιν; Ο άνθρωπος είναι κτήνος». Ήξερε ότι είχε κάνει άλλο ένα λάθος. Ο τρόπος που ξαφνικά η Ηλαίην άρχισε να περιεργάζεται το πλατύ λευκό τζάκι, που η κορνίζα του ήταν σκαλισμένη έτσι ώστε να θυμίζει πελώρια κύματα, της έδωσε να το καταλάβει πριν ακόμα σβήσουν σαν κερί τα τελευταία απομεινάρια του γέλιου της Τάυλιν.

«Πήρες τα λόγια μου τοις μετρητοίς», είπε χαμηλόφωνα η Βασίλισσα. «Είπα να αφήσετε τη γλώσσα σας λυτή, και...» Τα μαύρα μάτια στράφηκαν στα πλακάκια του πατώματος, καθώς φαινόταν να ανακτά την αυτοκυριαρχία της.

Η Νυνάβε κοίταξε την Ηλαίην, ελπίζοντας να της έδειχνε τι είχε κάνει στραβά, ή, ακόμα καλύτερα, πώς μπορούσε να το διορθώσει, μα η Ηλαίην απλώς της έριξε μια λοξή ματιά και κούνησε ανάλαφρα το κεφάλι πριν ξαναρχίσει να μελετά τα μαρμάρινα κύματα. Μήπως μπορούσε και η ίδια να μην κοιτάξει την Τάυλιν; Όμως η γυναίκα που ατένιζε το πάτωμα τραβούσε το βλέμμα της. Με το ένα χέρι η Τάυλιν χάιδευε τη λαβή του κυρτού εγχειριδίου, με το άλλο άγγιζε τη μικρότερη λαβή που ήταν φωλιασμένη στον κόρφο της.

Το γαμήλιο εγχειρίδιο έλεγε πολλά για την Τάυλιν· η Βαντέν και η Αντελέας ήταν πρόθυμες και με το παραπάνω να εξηγήσουν μερικά πράγματα που αφορούσαν το Έμπου Νταρ, συνήθως για όσα έκαναν την πόλη ανασφαλή για όσους δεν ήταν περικυκλωμένοι από μια ντουζίνα αρματωμένους φρουρούς. Το λευκό θηκάρι σήμαινε ότι η Βασίλισσα ήταν χήρα και δεν σκόπευε να ξαναπαντρευτεί. Τα τέσσερα μαργαριτάρια και η φλογοστάλα που ήταν δεμένα στο θηκάρι που ήταν περιβλημένο με χρυσάφι, έλεγαν ότι είχε γεννήσει τέσσερις γιους και μια θυγατέρα· το λευκό δέσιμο της φλογοστάλας και το κόκκινο των τριών μαργαριταριών έλεγαν ότι μόνο ένας γιος επιζούσε. Όλοι ήταν τουλάχιστον δεκάξι χρόνων όταν είχαν πεθάνει, και είχαν σκοτωθεί σε μονομαχία, αλλιώς το δέσιμο θα ήταν μαύρο. Πώς άραγε θα ήταν να κουβαλάς συνέχεια μια τέτοια υπενθύμιση! Σύμφωνα με τη Βαντέν, οι γυναίκες έβλεπαν το κόκκινο και το λευκό δέσιμο σαν λόγο περηφάνιας, είτε οι πέτρες ήταν μαργαριτάρια και φλογόσταλες είτε χρωματιστό γυαλί. Η Βέριν είχε πει ότι πολλές Εμπουνταρινές αφαιρούσαν τις πέτρες των παιδιών τους που ήταν πάνω από δεκάξι χρόνων και αρνιούνταν μονομαχία, και δεν μιλούσαν ποτέ πια γι’ αυτά.