Στο τέλος, η Τάυλιν σήκωσε το κεφάλι. Το πρόσωπό της ήταν φιλικό, και το χέρι της άφησε το εγχειρίδιο στη ζώνη της, όμως συνέχισε να παίζει αφηρημένα με το γαμήλιο μαχαίρι. «Θέλω ο γιος μου να με ακολουθήσει στο Θρόνο των Ανέμων», είπε με ήπιο τόνο. «Ο Μπέσλαν είναι συνομήλικος σου, Ηλαίην. Αυτό στο Άντορ θα ήταν απλό πράγμα —αν και θα έπρεπε να είναι γυναίκα—» λέγοντάς το χαμογέλασε, με αληθινή ευθυμία απ’ όσο φαινόταν, «όπως και σε κάθε άλλη χώρα εκτός από το Μουράντυ, όπου τα πράγματα είναι πάνω-κάτω όπως εδώ στην Αλτάρα. Στα χίλια χρόνια από τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, μόνο ένας Οίκος έχει διατηρήσει το θρόνο για πέντε γενιές, και η πτώση του Αναρίνα ήταν τόσο μεγάλη που μέχρι σήμερα ο Οίκος Τοντάντε είναι το σκυλάκι όποιου τον ζητήσει. Κανένας άλλος Οίκος δεν είχε πάνω από δύο διαδοχικούς ηγέτες.
«Όταν ανέβηκε ο πατέρας μου στο θρόνο, οι άλλοι Οίκοι κατείχαν μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης απ’ όσο ο Μίτσομπαρ. Αν είχε κάνει βήμα έξω από αυτό το παλάτι δίχως φρουρούς, θα τον έραβαν σ’ ένα σακί μαζί με πέτρες και θα τον πετούσαν στο ποτάμι. Όταν πέθανε, μου έδωσε αυτό που έχω τώρα. Είναι λίγο, σε σύγκριση με άλλους ηγέτες. Ένας άνδρας με ξεκούραστα άλογα θα έφτανε στα όρια της εξουσίας μου μέσα σε μια μέρα με γρήγορο καλπασμό. Μα εγώ δεν κάθισα με σταυρωμένα τα χέρια. Όταν έφτασαν τα νέα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα, ήμουν βέβαιη ότι μπορούσα να παραδώσω στον Μπέσλαν τα διπλάσια απ’ όσα κατέχω, και εκτός αυτού κάποιο είδος συμμάχων. Η Πέτρα του Δακρύου και το Καλαντόρ άλλαξαν τα πάντα. Τώρα ευχαριστώ τον Πέντρον Νάιαλ όταν κανονίζει να πάρει το Ιλιαν ένα κομμάτι εκατό μιλίων της Αλτάρα αντί να εισβάλει. Ακούω τον Τζάιτσιμ Καρίντιν, και δεν φτύνω στο μάτι του, παρά τους τόσους Αλταρανούς που σκοτώθηκαν στον Πόλεμο των Λευκομανδιτών. Ακούω τον Καρίντιν, και την Τέσλυν, και τη Μέριλιλ, και προσεύχομαι να μπορέσω να παραδώσω κάτι στον γιο μου αντί να με βρουν πνιγμένη στο μπάνιο μου την ίδια μέρα που ο Μπέσλαν θα πάθει ατύχημα στο κυνήγι».
Η Τάυλιν πήρε μια βαθιά ανάσα. Η έκφρασή της παρέμενε φιλική, μα η φωνή της είχε αποκτήσει μια ένταση. «Τώρα λοιπόν. Στάθηκα γυμνόστηθη στην ψαραγορά για σας. Απαντήστε στις ερωτήσεις μου. Γιατί έχω την τιμή να δεχθώ ακόμα τέσσερις Άες Σεντάι;»
«Ήρθαμε εδώ για να βρούμε ένα τερ’ανγκριάλ», είπε η Ηλαίην, και ενώ η Νυνάβε την κοίταζε κατάπληκτη, εκείνη είπε τα πάντα, ξεκινώντας από τον Τελ’αράν’ριοντ και καταλήγοντας στη σκόνη του δωματίου όπου βρισκόταν η γαβάθα.
«Θα ήταν θαύμα κι ευλογία αν ξαναφέρνατε τον καιρό στα σωστά του», είπε αργά η Τάυλιν, «μα η συνοικία που μου περιγράφετε μοιάζει με το Ράχαντ, πέρα από το ποτάμι. Ακόμα και η Πολιτοφυλακή δεν πολυπηγαίνει εκεί. Συγχωρέστε με —καταλαβαίνω ότι είστε Άες Σεντάι— αλλά στο Ράχαντ θα σας κάρφωναν ένα μαχαίρι στην πλάτη πριν καλά-καλά το καταλάβετε. Αν δουν πολυτελή ρούχα, θα χρησιμοποιήσουν μια πολύ στενή λεπίδα, για να μη χυθεί πολύ αίμα. Ίσως θα έπρεπε να αφήσετε αυτή την έρευνα στη Βαντέν και την Αντελέας. Νομίζω ότι είχαν στη διάθεσή τους περισσότερα χρόνια από σας για να δουν τέτοια μέρη».
«Σου είπαν για τη γαβάθα;» ρώτησε η Νυνάβε σμίγοντας τα φρύδια, όμως η Βασίλισσα κούνησε το κεφάλι.
«Μόνο ότι ήρθαν εδώ για να ψάξουν για κάτι. Οι Άες Σεντάι δεν λένε περισσότερα λόγια απ’ όσο είναι απολύτως αναγκαίο». Άλλη μια φορά, άστραψε εκείνο το πλατύ χαμόγελο· φαινόταν κεφάτο, αν και έκανε τις ουλές της να προβάλουν σαν λεπτές γραμμές στα μάγουλά της. «Εκτός από σας τις δύο, δηλαδή. Είθε τα χρόνια να μην σας αλλάξουν πολύ. Συχνά εύχομαι να μην είχε επιστρέψει η Καβάντρα στον Πύργο· μαζί της μπορούσα να μιλάω με τον ίδιο τρόπο». Σηκώθηκε, έκανε νόημα να καθίσουν όπως ήταν, και πήγε με χάρη την άλλη μεριά του δωματίου όπου χτύπησε ένα ασημένιο γκονγκ με ένα φιλντισένιο σφυράκι· μπορεί να ήταν μικρό, μα το καμπάνισμα ήταν αρκετά δυνατό. «Θα πω να φέρουν δροσερό τσάι μέντας, και θα μιλήσουμε. Θα μου πείτε πώς μπορώ να βοηθήσω —αν στείλω στρατιώτες στο Ράχαντ, θα ξαναγίνουν τα ίδια σαν τις Ταραχές του Κρασιού— και ίσως μπορέσετε να εξηγήσετε γιατί ο κόλπος είναι γεμάτος πλοία των Θαλασσινών που ούτε δένουν στο λιμάνι ούτε βγαίνουν για εμπόριο...»
Πέρασαν αρκετή ώρα πίνοντας τσάι και κουβεντιάζοντας, κυρίως για τους κινδύνους του Ράχαντ και το τι δεν μπορούσε να κάνει η Τάυλιν, και ύστερα κάλεσαν να έρθει ο Μπέσλαν, ένας νεαρός με απαλή φωνή που υποκλίθηκε με σεβασμό και κοίταζε με τα πανέμορφα μαύρα μάτια του που ίσως έδειξαν ανακούφιση όταν η μητέρα του του είπε ότι μπορούσε να φύγει. Αυτός σίγουρα δεν αμφέβαλλε ότι οι δύο ήταν Άες Σεντάι. Στο τέλος όμως πήρα το δρόμο της επιστροφής για τα καταλύματά τους μέσα από τους φανταχτερά βαμμένους διαδρόμους.