«Σκοπεύουν λοιπόν να αναλάβουν αυτές και την έρευνα», μουρμούρισε η Νυνάβε, ρίχνοντας τριγύρω το βλέμμα ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κοντά κανένας υπηρέτης για να τις ακούσει. Η Τάυλιν είχε μάθει υπερβολικά πολλά γι’ αυτές, υπερβολικά γρήγορα. Και όσο και να χαμογελούσε, η παρουσία των Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ της έφερνε ανησυχία. «Ηλαίην, νομίζεις ότι ήταν σοφό που της τα είπαμε όλα; Ίσως αποφασίσει ότι ο καλύτερος τρόπος για να ανέβει αυτό το αγόρι στο θρόνο είναι να μας αφήσει να βρούμε τη γαβάθα και ύστερα να το πει στην Τέσλυν». Θυμόταν κάπως την Τέσλυν· ήταν Κόκκινη, μια δύστροπη γυναίκα.
«Ξέρω πώς ένιωθε η μητέρα μου για τις Άες Σεντάι που ταξίδευαν στο Άντορ χωρίς να της λένε τι κάνουν. Ξέρω πώς θα ένιωθα. Εκτός αυτού, θυμήθηκα τελικά τι μου είχαν μάθει για εκείνη τη φράση — ξάπλωσε στο μαχαίρι σου και τα λοιπά. Ο μόνος τρόπος για να προσβάλλεις κάποιον που σου το λέει αυτό, είναι να πεις ψέματα». Η Ηλαίην αναθάρρησε λιγάκι. «Όσο για τη Βαντέν και την Αντελέας, αυτές απλώς νομίζουν ότι έχουν το πρόσταγμα. Μπορεί το Ράχαντ να είναι επικίνδυνο, αλλά δεν νομίζω να είναι χειρότερο από το Τάντσικο, και δεν θα έχουμε να ανησυχούμε για το Μαύρο Άτζα. Πάω στοίχημα ότι σε δέκα μέρες θα έχουμε τη γαβάθα, ότι θα ξέρω πώς το τερ’ανγκριάλ του Ματ κάνει αυτό που κάνει, και ότι θα είμαστε καθ’ οδόν να ξαναβρούμε την Ηλαίην, με τον Ματ να χτυπά τις αρθρώσεις του στο μέτωπό του μπροστά μας γοργά σαν τον Αφέντη Βάνιν, και ότι η Βαντέν και η Αντελέας θα μείνουν εδώ με τη Μέριλιλ και την Τέσλυν, προσπαθώντας να καταλάβουν τι έγινε».
Η Νυνάβε δεν κρατήθηκε· έβαλε δυνατά γέλια. Ένας κοκαλιάρης υπηρέτης που μετακινούσε ένα μεγάλο βάζο από χρυσή πορσελάνη την κοίταξε, κι εκείνη του έβγαλε τη γλώσσα. Παραλίγο θα του έπεφτε το βάζο. «Δεν βάζω στοίχημα, παρά για τον Ματ. Δέκα μέρες, λοιπόν».
49
Ο Καθρέφτης της Αχλής
Ο Ραντ ρουφούσε μακάρια την πίπα του, φορώντας πουκάμισο και καθισμένος με την πλάτη σε μια από τις λεπτές, λευκές κολόνες που περικύκλωναν τη μικρή οβάλ εσωτερική αυλή, και κοίταζε το νερό που ανάβλυζε από το μαρμάρινο σιντριβάνι και αστραφτοβολούσε σαν πετράδια στο φως του ήλιου. Ήταν πρωί και αυτό το μέρος της αυλής είχε ακόμα μια ευχάριστη σκιά. Ακόμα και ο Λουζ Θέριν ήταν ήσυχος. «Σίγουρα δεν θα το ξανασκεφτείς για το Δάκρυ;»
Ξαπλωμένος στη διπλανή κολόνα, χωρίς σακάκι κι αυτός, ο Πέριν φύσηξε δυο δαχτυλίδια καπνού πριν ξαναβάλει την πίπα στο στόμα, περίτεχνη, όλο σκαλισμένες λυκοκεφαλές. «Κι εκείνο που είδε η Μιν;»
Η απόπειρα του Ραντ να κάνει κι αυτός δαχτυλίδι έμπλεξε μέσα σε ένα εκνευρισμένο μουγκρητό και κατέληξε σε ένα απλό συννεφάκι καπνού. Η Μιν δεν είχε δικαίωμα να το αναφέρει μπροστά στα αυτιά του Πέριν. «Στ’ αλήθεια θέλεις να δεθείς στη ζώνη μου, Πέριν;»
«Το τι θέλω δεν φαίνεται να σημαίνει πολλά από τη στιγμή που πρωτοείδαμε τη Μουαραίν στο Πεδίο του Έμοντ τότε», είπε ξερά ο Πέριν. Αναστέναξε. «Ραντ, είσαι αυτό που είσαι. Αν αποτύχεις, χάνονται τα πάντα». Ξαφνικά έγειρε μπροστά και κοίταξε συνοφρυωμένος μια πλατιά πόρτα πίσω από την κιονοστοιχία στα αριστερά τους.
Μετά από ένα διάστημα ο Ραντ άκουσε βήματα από κείνη την κατεύθυνση, υπερβολικά βαριά για να ’ναι ανθρώπινα. Η πλατιά μορφή που έσκυψε για να διαβεί την πόρτα και να βγει με μεγάλες δρασκελιές στην αυλή ήταν δυο φορές ψηλότερη από την υπηρέτρια που σχεδόν έτρεχε για να προφτάσει τα μακριά πόδια του Ογκιρανού.
«Λόιαλ!» αναφώνησε ο Ραντ ενώ σηκωνόταν όρθιος. Έφτασε μαζί με τον Πέριν στον Ογκιρανό. Το χαμόγελο στο πλατύ στόμα του Λόιαλ σχεδόν χώριζε το πελώριο πρόσωπό του στα δύο, όμως το μακρύ σακάκι του, που έφτανε ως τις γυρισμένες, ψηλές ως το γόνατο μπότες του, είχε ακόμα τη σκόνη του ταξιδιού. Οι μεγάλες τσέπες φούσκωναν από τετράγωνα σχήματα· ποτέ δεν έβρισκες τον Λόιαλ χωρίς βιβλία. «Είσαι καλά, Λόιαλ;»
«Φαίνεσαι κουρασμένος», είπε ο Πέριν, συνοδεύοντας τον Ογκιρανό στο σιντριβάνι. «Κάτσε στο πεζούλι».
Ο Λόιαλ τους άφησε να τον οδηγήσουν, μα τα μακριά, κρεμαστά φρύδια του υψώθηκαν και τα φουντωτά αυτιά τρεμούλιασαν καθώς κοίταζε μπερδεμένος πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Καθισμένος όπως ήταν, έφτανε τον Πέριν που στεκόταν όρθιος. «Αν είμαι καλά; Αν είμαι κουρασμένος;» Η φωνή του ήταν ένα μπουμπουνητό, σαν να σειόταν η γη. «Φυσικά και είμαι καλά. Κι αν είμαι κουρασμένος, είναι επειδή έκανα μεγάλο δρόμο. Πρέπει να πω ότι νιώθω ωραία που ξαναπατώ στα πόδια μου. Πάντα ξέρεις πού σε πάνε τα πόδια σου, με τα άλογα όμως ποτέ δεν είσαι σίγουρος. Εν πάση περιπτώσει, τα πόδια μου είναι πιο γρήγορα». Ξαφνικά, άφησε ένα βροντώδες γέλιο. «Μου χρωστάς μια χρυσή κορώνα, Πέριν. Δέκα μέρες, είπες. Πάω στοίχημα άλλη μια κορώνα ότι δεν έφτασες εδώ ούτε πέντε μέρες πριν από μένα».