Выбрать главу

«Θα την πάρεις την κορώνα σου», γέλασε ο Πέριν. Πρόσθεσε προς τον Ραντ, κάνοντας τα αυτιά του Λόιαλ να ριγήσουν από αγανάκτηση, «Ο Γκαούλ τον διέφθειρε. Τώρα παίζει ζάρια και βάζει στοιχήματα σε ιπποδρομίες παρ’ όλο που μετά δυσκολίας ξεχωρίζει το ένα άλογο από το άλλο».

Ο Ραντ χαμογέλασε. Ο Λόιαλ πάντα κοίταζε με αμφιβολία τα άλογα, κάτι διόλου παράξενο μιας και τα πόδια του ήταν μακρύτερα από τα δικά τους. «Σίγουρα είσαι καλά, Λόιαλ;»

«Βρήκες το εγκαταλελειμένο στέντιγκ;» ρώτησε ο Πέριν, με την πίπα στο στόμα.

«Έμεινες αρκετά;»

«Τι φλυαρείτε εσείς οι δύο;» Το αβέβαιο συνοφρύωμα του Λόιαλ έκανε τις άκρες των φρυδιών του να κατέβουν στα μάγουλά του. «Απλώς ήθελα να ξαναδώ ένα στέντιγκ, να το νιώσω. Είμαι έτοιμος για άλλα δέκα χρόνια».

«Η μητέρα σου άλλα λέει», είπε σοβαρά ο Ραντ.

Ο Λόιαλ σηκώθηκε όρθιος πριν ο Ραντ τελειώσει τη φράση του, κοιτώντας ξεσηκωμένος δεξιά κι αριστερά, με τα αυτιά γερμένα πίσω, τρεμάμενα. «Η μητέρα μου; Εδώ; Βρίσκεται εδώ;»

«Όχι, δεν είναι εδώ», είπε ο Πέριν, και τα αυτιά του Λόιαλ χαλάρωσαν από ανακούφιση. «Φαίνεται πως είναι στους Δύο Ποταμούς. Ή τουλάχιστον ήταν πριν ένα μήνα. Ο Ραντ χρησιμοποίησε ένα τρόπο μετακίνησης που ξέρει για να πάρει αυτήν και τον πρεσβύτερο Χάμαν — Τι έγινε;»

Εκεί που ο Λόιαλ έκανε να καθίσει, πάγωσε με τα γόνατα λυγισμένα όταν άκουσε το όνομα του Πρεσβύτερου Χάμαν. Έκλεισε τα μάτια και κάθισε αργά. «Ο Πρεσβύτερος Χάμαν», μουρμούρισε, τρίβοντας το πρόσωπό του με ένα χέρι όλο χοντρά δάχτυλα. «Ο Πρεσβύτερος Χάμαν και η μητέρα μου». Κοίταξε τον Πέριν. Κοίταξε τον Ραντ. Με φωνή χαμηλή, υπερβολικά ανέμελη, ρώτησε, «Ήταν κανείς άλλος μαζί τους;» Δηλαδή, με φωνή χαμηλή για Ογκιρανό· ήταν σαν γιγάντιος μπάμπουρας που βούιζε μέσα σ’ ένα πελώριο βαζάκι.

«Μια νεαρή Ογκιρανή ονόματι Έριθ», του είπε ο Ραντ. «Είσαι—» Δεν πρόλαβε να συνεχίσει.

Μ’ ένα βογκητό, ο Λόιαλ πετάχτηκε πάλι όρθιος. Από πόρτες και παράθυρα ξεπρόβαλλαν τα κεφάλια των υπηρετών για να δουν τι ήταν αυτός ο τρομερός θόρυβος και εξαφανίστηκαν πάλι όταν είδαν τον Ραντ. Ο Λόιαλ άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε, με αυτιά και φρύδια τόσο χαμηλωμένα που έμοιαζε να λιώνει. «Μελλοντική σύζυγος», μουρμούρισε. «Αποκλείεται να σημαίνει κάτι άλλο, αφού έρχονται η μητέρα μου και ο Πρεσβύτερος Χάμαν. Μελλοντική σύζυγος. Είμαι πολύ νέος για να παντρευτώ!» Ο Ραντ έκρυψε ένα χαμόγελο πίσω από το χέρι του· μπορεί ο Λόιαλ να ήταν νέος για τους Ογκιρανούς, μα στην περίπτωσή του σήμαινε πως είχε περάσει τα ενενήντα. «Θα με μαζέψει πίσω στο Στέντιγκ Σανγκτάι. Ξέρω ότι δεν θα με αφήσει να ταξιδεύω μαζί σας, και ακόμα δεν έχω αρκετές σημειώσεις για το βιβλίο μου. Α, εσύ μπορείς να χαμογελάς, Πέριν. Η Φάιλε κάνει ό,τι της πεις». Τον Πέριν τον έπιασε βήχας με την πίπα ακόμα στο στόμα, ώσπου ο Ραντ τον χτύπησε στην πλάτη. «Με μας είναι διαφορετικά», είπε ο Λόιαλ. «Θεωρείται αγένεια να μην κάνεις αυτό που σου λέει η γυναίκα σου. Μεγάλη αγένεια. Ξέρω ότι θα με αναγκάσει να νοικοκυρευτώ και να καταπιαστώ με κάτι σοβαρό και σεβαστό, όπως το δενδροτραγούδισμα ή το...» Ξαφνικά έσμιξε τα φρύδια και σταμάτησε να βηματίζει. «Την Έριθ, είπες;» Ο Ραντ ένευσε· ο Πέριν είχε ξαναβρεί την ανάσα του, μα αγριοκοίταζε τον Λόιαλ με κάτι σαν κακοπροαίρετη ευθυμία. «Την Έριθ, κόρη της Ίβα, της κόρης της Άλαρ;» Ο Ραντ ένευσε πάλι, και ο Λόιαλ σωριάστηκε πάλι στη θέση του στο πεζούλι του σιντριβανιού. «Μα την ξέρω. Τη θυμάσαι, Ραντ. Τη συναντήσαμε στο Στέντιγκ Τσόφου».

«Αυτό προσπαθώ να σου πω», είπε ο Ραντ υπομονετικά. Με αρκετή ευθυμία κι αυτός. «Ήταν εκείνη που σου είπε ότι είσαι ωραίος. Και σου χάρισε ένα λουλούδι, αν θυμάμαι καλά».

«Μπορεί να το είπε», μουρμούρισε επιφυλακτικά ο Λόιαλ. «Μπορεί να το έκανε· δεν θυμάμαι». Όμως το χέρι του πλανήθηκε σε μια τσέπη του σακακιού γεμάτη βιβλία, όπου ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα οτιδήποτε πως είχε εκεί το λουλούδι, προσεκτικά πατημένο ανάμεσα σε δυο σελίδες. Ο Ογκιρανός ξερόβηξε, μ’ ένα βαθύ μπουμπουνητό. «Η Έριθ είναι πανέμορφη. Ποτέ δεν συνάντησα άλλη τόσο όμορφη. Και πανέξυπνη. Με άκουγε με προσοχή όταν της εξηγούσα τη θεωρία του Σέρντεν —εννοώ τον Σέρντεν, γιο του Κόλομ, του γιου του Ράντλιν· έγραψε πριν από εξακόσια χρόνια— όταν εξηγούσα τη θεωρία του για το πώς οι Οδοί...» Η φωνή του έσβησε σαν να είχε προσέξει μόλις τότε τα χαμογελά τους. «Μα με άκουγε. Με προσοχή. Έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον».