Выбрать главу

«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», είπε ο Ραντ, χωρίς να γίνει πιο συγκεκριμένος. Η αναφορά των Οδών έβαλε το μυαλό του σε σκέψεις. Οι περισσότερες Πύλες ήταν κοντά σε στέντιγκ, και αν πίστευες τη μητέρα του Λόιαλ και τον Πρεσβύτερο Χάμαν, τα στέντιγκ ήταν αυτό που χρειαζόταν ο Λόιαλ. Φυσικά, ο Ραντ δεν μπορούσε να πάει τον Λόιαλ πιο κοντά από τα σύνορά τους· δεν μπορούσες να διαβιβάσεις εντός των στέντιγκ, όπως και δεν μπορούσες από έξω να στείλεις τη Δύναμη μέσα τους. «Άκουσέ με, Λόιαλ. Θέλω να μπουν σκοποί σε όλες τις Πύλες, και χρειάζομαι κάποιον που να μπορεί να τα βρει αλλά και να μιλήσει στους Πρεσβύτερους και να πάρει την άδειά τους».

«Φως μου», μούγκρισε αηδιασμένος ο Πέριν. Χτύπησε την πίπα του για να την αδειάσει και πάτησε τα αποκαΐδια στις πλάκες της αυλής με το τακούνι της μπότας του. «Φως μου! Στέλνεις τον Ματ να τα βάλει με Άες Σεντάι, εμένα θες να με πετάξεις στη μέσον ενός πολέμου με τον Σαμαήλ, με τις λίγες εκατοντάδες άνδρες των Δύο Ποταμών που έχω μαζί μου, που μερικούς απ’ αυτούς τους ξέρεις προσωπικά, και τώρα θέλεις να στείλεις αλλού τον Λόιαλ τη στιγμή που μόλις έφτασε. Που να καείς, Ραντ, κοίταξέ τον! Σε χρειάζεται. Υπάρχει κανείς τον οποίον δεν θα εκμεταλλευτείς; Μπορεί να θέλεις την Φάιλε να πάει να κυνηγήσει τη Μογκέντιεν ή τη Σέμιραγκ. Φως μου!»

Μέσα στον Ραντ ανέβλυσε ο θυμός, μια θύελλα που τον έκανε να τρεμουλιάσει. Εκείνα τα κίτρινα μάτια τον κοίταζαν βλοσυρά, μα αυτός αντιγύρισε το βλέμμα σαν κεραυνός. «Θα χρησιμοποιήσω όποιον πρέπει. Το είπες και μόνος σου· είμαι αυτό που είμαι. Και χρησιμοποιώ και τον εαυτό μου, Πέριν, επειδή πρέπει. Με τον ίδιο τρόπο θα εκμεταλλευτώ όποιον άλλο πρέπει. Δεν έχουμε πια επιλογές. Ούτε εγώ, ούτε εσύ, ούτε κανείς άλλος!»

«Ραντ, Πέριν», μουρμούρισε ανήσυχα ο Λόιαλ. «Ησυχάστε, γαληνέψτε. Μην τσακώνεστε. Εσείς οι δυο δεν πρέπει να τσακώνεστε». Ένα χέρι μεγάλο σαν χοιρομέρι τους χάιδεψε αδέξια στον ώμο. «Θα έπρεπε και οι δύο να αναπαυθείτε σε ένα στέντιγκ. Τα στέντιγκ σε καταπραΰνουν, σε γαληνεύουν».

Ο Ραντ κοίταξε τον Πέριν που τον κοίταζε. Ακόμα μαινόταν μέσα του ο θυμός, αστραπές σε μια θύελλα που δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Τα μουρμουρητά του Λουζ Θέριν ξεσπούσαν και μπουμπούνιζαν, κάπου στο βάθος. «Συγγνώμη», μουρμούρισε, μιλώντας και στους δύο.

Ο Πέριν έκανε μια αόριστη χειρονομία, ίσως εννοώντας ότι δεν χρειαζόταν να απολογηθεί, ίσως δεχόμενος την απολογία του, αλλά δεν ζήτησε κι εκείνος συγγνώμη. Αντίθετα, το κεφάλι του στράφηκε πάλι γοργά προς τις κιονοστοιχίες, στην πόρτα απ’ όπου είχε έρθει ο Λόιαλ. Πάλι πέρασε ένα διάστημα πριν ο Ραντ ακούσει βήματα.

Η Μιν χίμηξε στην αυλή τρέχοντας με φούρια. Αγνοώντας τον Λόιαλ και τον Πέριν, άρπαξε τον Ραντ από τα μπράτσα. «Έρχονται», του είπε λαχανιασμένα. «Αυτή τη στιγμή είναι στο δρόμο».

«Ήρεμα, Μιν», είπε ο Ραντ. «Ησύχασε. Είχα αρχίσει να νομίζω ότι όλες είχαν ξαπλώσει στα κρεβατάκια τους σαν την — πώς είπες το όνομά της; Ντεμίρα;» Η αλήθεια ήταν ότι ένιωθε μεγάλη ανακούφιση, αν και τα μπουμπουνητά και το βραχνό γέλιο του Λουζ Θέριν δυνάμωσαν με την αναφορά των Άες Σεντάι. Επί τρεις μέρες η Μεράνα ερχόταν μαζί με δύο αδελφές κάθε απόγευμα με ακρίβεια άριστα φτιαγμένου ρολογιού, όμως οι επισκέψεις ξαφνικά είχαν σταματήσει πριν πέντε μέρες δίχως την παραμικρή εξήγηση. Η Μιν δεν είχε ιδέα γιατί. Ο Ραντ ανησυχούσε μήπως είχαν προσβληθεί τόσο πολύ από τους κανόνες του που θα έφευγαν.

Αλλά η Μιν τον κοίταζε με ταραχή. Ο Ραντ την είδε να τρέμει. «Άκουσε με! Είναι επτά, όχι τρεις, και δεν με έστειλαν να σου ζητήσω την άδεια ή να σε ενημερώσω ή κάτι τέτοιο. Ξέφυγα απ’ αυτές και ήρθα καλπάζοντας σ’ όλο το δρόμο με τη Γουάιλντροουζ. Σκοπεύουν να μπουν στο Παλάτι πριν το καταλάβεις ότι ήρθαν. Άκουσα τη Μεράνα να μιλά με τη Ντεμίρα, δεν ήξεραν ότι ήμουν κοντά. Σκοπεύουν να φτάσουν στην Μεγάλη Αίθουσα πριν από σένα, για να αναγκαστείς εσύ να πας σ’ αυτές».

«Τι νομίζεις, αυτή ήταν η θέασή σου;» τη ρώτησε γαλήνια. Η Μιν είχε πει ότι γυναίκες που μπορούσαν να διαβιβάσουν ίσως του έκαναν μεγάλη ζημιά. Επτά! ψιθύρισε βραχνά ο Λουζ Θέριν. Όχι! Όχι! Όχι! Ο Ραντ τον αγνόησε· δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο.

«Δεν ξέρω», είπε η Μιν με αγωνία στη φωνή της. Ο Ραντ κατάλαβε ότι η λάμψη στα μαύρα μάτια της οφειλόταν στα δάκρυά της που συγκρατούσε. «Νομίζεις ότι δεν θα σου έλεγα αν το ήξερα; Το μόνο που ξέρω είναι ότι έρχονται και—»

«Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να φοβάσαι», τη διέκοψε με σιγουριά. Για να ’ναι η Μιν έτοιμη να βάλει τα κλάματα, σίγουρα οι Άες Σεντάι την είχαν τρομάξει. Επτά, βόγκηξε ο Λουζ Θέριν. Δεν μπορώ να τα βάλω με επτά μαζί. Με επτά, όχι. Ο Ραντ σκέφτηκε το τερ’ανγκριάλ με τον χοντρό ανθρωπάκο, και η φωνή καταλάγιασε και έγινε ένα μουρμουρητό· όμως ακόμα φαινόταν ταραγμένη. Πάλι καλά που δεν ήταν η Αλάνα μια από τις επτά· ο Ραντ την ένιωθε σε απόσταση, ακίνητη, ή τουλάχιστον χωρίς να πλησιάζει προς το μέρος του. Δεν ήξερε αν τολμούσε να βρεθεί πάλι μαζί της πρόσωπο με πρόσωπο. «Κι επίσης δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Τζαλάνι;»