Η Μελαίν χαμήλωσε τη φωνή, σιάζοντας με έμφαση το επώμιο της. «Μη γίνεσαι τελείως βλάκας, Ραντ αλ’Θόρ».
Ο Μπάελ χαχάνισε, αν και η γυναίκα του τον αγριοκοίταξε. Τουλάχιστον τον είχε καταφέρει να γελάσει. Ο Ραντ δεν ένιωθε όμως το χιούμορ αυτού του αστείου, κι όχι μόνο επειδή τον απομόνωνε το Κενό. Σχεδόν ευχόταν να είχε αφήσει τη Μιν να έρθει. Εδώ παίζονταν πολλά τα οποία δεν καταλάβαινε, και φοβόταν ότι μερικά δεν τα αντιλαμβανόταν καν. Τι στ’ αλήθεια γύρευαν οι Άες Σεντάι;
Κλείνοντας τη μικρή πόρτα των αποδυτηρίων, η Μιν έγειρε σε μια σκούρα επένδυση του τοίχου όπου ήταν σκαλισμένο ένα λιοντάρι, και πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Φάιλε είχε έρθει για τον Πέριν, και παρ’ όλο που ο Λόιαλ είχε διαμαρτυρηθεί λέγοντας ότι ο Ραντ την ήθελε να μη φύγει από κει, είχε υποχωρήσει μπροστά στην απλή αλήθεια ότι ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να την κάνει να μείνει οπουδήποτε. Φυσικά, αν ο Λόιαλ είχε κάποια ιδέα για τις προθέσεις τις, ίσως να την έβαζε παραμάσχαλα —με τρυφερότητα, φυσικά— και να την κρατούσε εκεί στην αυλή διαβάζοντάς της.
Το θέμα ήταν ότι παρ’ όλο που είχε ακούσει τα πάντα, δεν είχε δει πολλά, εκτός του ότι οι Άες Σεντάι είχαν υψωθεί πάνω από το θρόνο και το βάθρο. Πρέπει να διαβίβαζαν, κα·τι που συνήθως σκοτείνιαζε τις θεάσεις και τις αύρες, αλλά είχε αποσβολωθεί τόσο που δεν είχε προσέξει αν υπήρχε εκεί κάτι να δει. Όταν συνήρθε, οι Άες Σεντάι δεν ορθώνονταν πια πανύψηλες, και η φωνή της Ντεμίρα δεν μπουμπούνιζε από κάθε γωνιά.
Μασώντας το κάτω χείλος της, οι σκέψεις της έτρεχαν. Όπως το έβλεπε, υπήρχαν δύο προβλήματα. Πρώτον, ο Ραντ και η απαίτησή του για σεβασμό, ό,τι κι αν εννοούσε μ’ αυτό. Αν ο Ραντ περίμενε ότι η Μεράνα θα του έκανε βαθιούς τεμενάδες, ήταν γελασμένος, και στο μεταξύ τις είχε κάνει να πάρουν αμυντική στάση. Η Μιν πίστευε ότι υπήρχε τρόπος να το διορθώσει αυτό, αρκεί να τον έβρισκε. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν οι Άες Σεντάι. Ο Ραντ πίστευε πως όλα αυτά ήταν παιδιακίσια καμώματα και θα έδινε τέλος αν πατούσε πόδι. Η Μιν δεν ήξερε αν οι Άες Σεντάι έκαναν παιδιακίσια καμώματα, μα ακόμα κι αν ήταν έτσι, πίστευε πως επρόκειτο για κάτι σοβαρότερο. Το μόνο μέρος όμως όπου θα το μάθαινε ήταν το Στέμμα των Ρόδων.
Πήρε τη Γουάιλντροουζ από το στάβλο της μπροστινής αυλής, έφτασε καλπάζοντας με την καφέ φοράδα στο πανδοχείο και την παρέδωσε σε ένα σταβλίτη με μεγάλα αυτιά, ζητώντας του να τρίψει καλά το άλογο και να του φέρει λίγη φορβή. Είχε πάει επίσης καλπάζοντας στο Παλάτι, και της Γουάιλντροουζ της άξιζε μια ανταμοιβή που την είχε βοηθήσει να υποσκάψει τα σχέδια της Μεράνα και των άλλων. Κρίνοντας από την παγερή οργή στη φωνή του Ραντ, δεν ήξερε τι θα είχε συμβεί αν είχε μάθει στα ξαφνικά ότι επτά Άες Σεντάι τον περίμεναν στη Μεγάλη Αίθουσα.
Η κοινή αίθουσα του Στέμματος των Ρόδων έμοιαζε ίδια όπως ήταν και πριν που είχε βγει κρυφά από την πόρτα των μαγειρείων. Οι Πρόμαχοι κάθονταν στα τραπέζια, μερικοί παίζοντας ντόμινο ή λίθους, μερικοί ρίχνοντας τα ζάρια. Σήκωσαν το βλέμμα σχεδόν σαν ένας όταν μπήκε η Μιν, και, αναγνωρίζοντάς την, ξαναγύρισαν στις ασχολίες τους. Η Κυρά Σίντσονιν στεκόταν μπροστά στην πόρτα του κελαριού με τα κρασιά —στο Στέμμα των Ρόδων δεν είχες βαρέλια με μπύρα και κρασί απλωμένα στον τοίχο της κοινής αίθουσας— με τα χέρια σταυρωμένα και μια ξινή έκφραση στο πρόσωπο. Οι Πρόμαχοι ήταν οι μόνοι στα τραπέζια, και κατά κανόνα οι Πρόμαχοι έπιναν λίγο και σπανίως. Υπήρχαν κασσιτέρινες κούπες και ποτήρια στα τραπέζια, μα η Μιν δεν είδε να τα αγγίζει κανείς. Είδε όμως κάποιον που ίσως μπορούσε να της πει μερικά πράγματα.
Ο Μαχίρο Σουκόζα καθόταν σ’ ένα τραπέζι μόνος του και έπαιζε με παζλ της ταβέρνας, ενώ τα δύο σπαθιά που συνήθως φορούσε στην πλάτη ήταν στηριγμένα στον τοίχο έτσι ώστε να μπορεί να τα πιάσει με ευκολία. Με γκρίζους κροτάφους και μύτη αριστοκρατική, ο Μαχίρο ήταν χαριτωμένος μ’ ένα τραχύ τρόπο, αν και βέβαια μόνο μια ερωτευμένη γυναίκα θα τον έλεγε όμορφο. Κάποτε ήταν άρχοντας στο Κάντορ. Είχε επισκεφθεί τις αυλές σχεδόν όλων των χωρών, ταξιδεύοντας μαζί με μια μικρή βιβλιοθήκη, και κέρδιζε ή έχανε στο τζόγο πάντα μ’ ένα αβίαστο χαμόγελο. Απήγγειλε ποίηση και έπαιζε άρπα και χόρευε υπέροχα. Με δυο λόγο, αν εξαιρούσες το ότι ήταν Πρόμαχος της Ραφέλα, ήταν ακριβώς το είδος των ανδρών που της άρεσαν πριν συναντήσει τον Ραντ. Και που της άρεσαν ακόμα, όταν δεν την αποσπούσαν οι σκέψεις της για τον Ραντ. Καλώς ή κακώς, ο Μαχίρο την έβλεπε με τρόπο που κατά τη γνώμη της Μιν ήταν αλλόκοτος για τα δεδομένα του Κάντορ, κάτι σαν μικρότερη αδελφή που καμιά φορά χρειαζόταν να μιλήσει σε κάποιον και ήθελε μερικές συμβουλές για να μη σπάσει το λαιμό της ανοίγοντας τα φτερά της. Της είπε ότι είχε όμορφα πόδια, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να τα αγγίξει, και θα έσπαζε στο ξύλο έναν άνδρα που θα σκεφτόταν να το κάνει δίχως την άδειά της.