Συναρμολογώντας επιδέξια τα σιδερένια κομμάτια, έβαλε το παζλ στη στοίβα με εκείνα που είχε ήδη παίξει και πήρε ακόμα ένα από μια άλλη στοίβα καθώς η Μιν καθόταν αντίκρυ του. «Λοιπόν, λαχανάκι μου», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, «γύρισες με το σβέρκο γερό, χωρίς να σ’ έχουν απαγάγει και χωρίς να έχεις παντρευτεί». Κάποια μέρα θα τον ρωτούσε τι σήμαινε αυτό· πάντα το έλεγε.
«Μαχίρο, έγινε τίποτα μετά απ’ όταν έφυγα;»
«Εννοείς, εκτός από τις αδελφές που επέστρεψαν από το Παλάτι μοιάζοντας σαν θύελλα στα βουνά». Ως συνήθως, το παζλ αποσυναρμολογήθηκε στα χέρια του σαν να είχε διαβιβάσει.
«Τι τις τάραξε;»
«Ο αλ’Θόρ, υποθέτω». Ξανασυναρμολόγησε το παζλ με ίδια ευκολία και το έβαλε μαζί με τα τελειωμένα· το ίδιο έκανε αμέσως και με ένα από την άλλη στοίβα. «Αυτό το δούλεψα χρόνια πριν», της εκμυστηρεύτηκε.
«Μα πώς, Μαχίρο; Τι συνέβη;»
Τα σκούρα μάτια του την περιεργάστηκαν· τα μάτια μιας λεοπάρδαλης θα θύμιζαν του Μαχίρο, αν ήταν σχεδόν κατάμαυρα. «Μιν, το κουτάβι που χώνει τη μύτη του σε λάθος φωλιά ίσως τη χάσει».
Η Μιν μόρφασε. Τι σωστό που ήταν αυτό. Τι χαζά πράγματα έκανε μια γυναίκα επειδή ήταν ερωτευμένη. «Αυτό θέλω να αποφύγω, Μαχίρο. Ο μόνος λόγος που είμαι εδώ είναι για να μεταφέρω μηνύματα μεταξύ της Μεράνα και του Παλατιού, μα πηγαίνω εκεί χωρίς να έχω ιδέα σε τι μπλέκω. Δεν ξέρω γιατί οι αδελφές σταμάτησαν να τον συναντούν κάθε μέρα, γιατί ξανάρχισαν, γιατί σήμερα πήγε ολόκληρο κοπάδι αντί μόνο για τρεις. Η Μεράνα δεν πρόκειται να το πει. Δεν μου λέει τίποτα παρά μόνο πήγαινε εκεί, κάνε αυτό. Μόνο μια νύξη, Μαχίρο; Σε παρακαλώ;»
Εκείνος εξέτασε το παζλ, αλλά όμως η Μιν ήξερε πως σκεφτόταν, επειδή τα μπλεγμένα κομμάτια μετακινούνταν στα μακριά δάχτυλά του μα δεν έβγαινε τίποτα.
Μια κίνηση στο πίσω μέρος της κοινής αίθουσας τράβηξε την προσοχή της και μισογύρισε το κεφάλι, πριν μαρμαρώσει. Δύο Άες Σεντάι έβγαιναν από τα μπάνια, κρίνοντας από τη φρέσκια όψη τους. Είχαν περάσει μήνες από την τελευταία φορά που είχε δει αυτές τις δύο, πριν τις στείλουν σε ταξίδι από το Σαλιντάρ επειδή η Σέριαμ είχε την αίσθηση ότι ο Ραντ ήταν κάπου στην Ερημιά του Άελ. Προς τα κει είχαν κατευθυνθεί η Μπέρα Χάρκιν και η Κιρούνα Νάτσιμαν: προς την Ερημιά, όχι το Κάεμλυν.
Αν εξαιρούσες το αγέραστο πρόσωπο της, η Μπέρα έμοιαζε με αγρότισσα, με καστανά μαλλιά κομμένα κοντά γύρω από ένα τετράγωνο πρόσωπο, όμως τώρα αυτό το πρόσωπο είχε μια βλοσυρή, αποφασισμένη έκφραση. Η Κιρούνα, κομψή και μεγαλοπρεπής, έμοιαζε μ’ αυτό ακριβώς που ήταν, αδελφή του Βασιλιά του Άραφελ και γυναίκα με δική της εξουσία. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της άστραφταν λες και ετοιμαζόταν να παραγγείλει εκτέλεση και να την απολαύσει. Θεάσεις και αύρες τρεμόπαιζαν ολόγυρά τους όπως συνέβαινε πάντα γύρω από τις Άες Σεντάι και τους Προμάχους. Μια απ’ αυτές τράβηξε το βλέμμα της Μιν όταν άστραψε γύρω και από τις δύο γυναίκες την ίδια στιγμή, καφεκίτρινη και μωβ βαθύ. Τα χρώματα δεν σήμαιναν τίποτα μα η αύρα έκοψε την ανάσα της Μιν.
Το τραπέζι δεν απείχε πολύ από την αρχή της σκάλας, όμως οι δύο γυναίκες δεν έριξαν ούτε μια ματιά στη Μιν καθώς έστριβαν για να την ανεβούν. Δεν την είχαν κοιτάξει πάνω από δυο φορές στο Σαλιντάρ, και τώρα ήταν απορροφημένες στη συζήτηση τους.
«Η Αλάνα έπρεπε να τον έχει δαμάσει εδώ και πολύ καιρό». Η φωνή της Κιρούνα ήταν χαμηλή, μα γεμάτη σχεδόν απροκάλυπτο θυμό. «Εγώ θα το είχα κάνει. Όταν φτάσει, θα της το πω, και ας πάνε στο Σκοτεινό οι τυπικότητες».
«Θα έπρεπε να τον δέσουμε στο λουρί», συμφώνησε με ανέκφραστο τόνο η Μπέρα, «πριν προλάβει να βλάψει το Άντορ». Ήταν Αντορινή. «Το συντομότερο, θα έλεγα».
Καθώς οι δύο ανέβαιναν τη σκάλα, η Μιν κατάλαβε ότι ο Μαχίρο την κοίταζε. «Πώς βρέθηκαν εδώ;» τον ρώτησε, και ξαφνιάστηκε που η φωνή της έμοιαζε εντελώς φυσιολογική. Με την Κιρούνα και τη Μπέρα ήταν δεκατρείς. Δεκατρείς Άες Σεντάι. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υπήρχε κι εκείνη η αύρα.
«Ακολούθησαν τα νέα για τον αλ’Θόρ. Ήταν στα μισά του δρόμου για την Καιρχίν όταν άκουσαν πως ήταν εδώ. Εγώ στη θέση σου δεν θα τις πολυζύγωνα, Μιν. Οι Γκαϊντίν τους μου λένε ότι και οι δύο έχουν τα μπουρίνια τους». Η Κιρούνα είχε τέσσερις Πρόμαχους, και η Μπέρα τρεις.
Η Μιν κατάφερε να χαμογελάσει. Ήθελε να το σκάσει τρέχοντας από το πανδοχείο, μα κάτι τέτοιο θα γεννούσε υποψίες, ειδικά στον Μαχίρο. «Καλή συμβουλή. Λέγαμε θα κάνεις μια νύξη;»
Εκείνος δίστασε μια στιγμή ακόμα και ύστερα άφησε κάτω το παζλ. «Δεν θα πω τι είναι και τι δεν είναι, μα μια λέξη στα κατάλληλα αυτιά... Ίσως πρέπει να περιμένεις ότι θα βρεις τον αλ’Θόρ ταραγμένο. Ίσως θα έπρεπε να ζητήσεις από κάποιον άλλο να παραδίνει τα μηνύματα, ίσως κάποιον από μας». Εννοούσε τους Προμάχους «Ίσως οι αδελφές αποφάσισαν να κάνουν ένα μικρό μάθημα ταπεινότητας στον αλ’Θόρ. Και μου φαίνεται, λαχανάκι μου, πως είπα πιο πολλά απ’ όσα έπρεπε. Θα το σκεφτείς;»