Выбрать главу

Η Φάιλε προσωπικά είχε δυο βιαστικά γράμματα να γράψει, στη μητέρα και στον πατέρα τη, για να μην ανησυχήσουν, όπως είπε. Ο Ραντ δεν ήξερε ποιο γράμμα ήταν για ποιον γονιό της, μα ήταν διαφορετικά στον τόνο τους· το πρώτο η Φάιλε το ξεκίνησε πεντ’ έξι φορές, το έσκιζε, έσμιγε τα φρύδια με κάθε λέξη, ενώ το άλλο το έγραψε όλο χαμόγελα και πνιχτά γελάκια. Αυτό του φάνηκε πως απευθυνόταν στη μητέρα της. Η Μιν έγραψε σε έναν φίλο της ονόματι Μαχίρο στο Στέμμα των Ρόδων, και για κάποιο λόγο φρόντισε να πληροφορήσει τον Ραντ πως ο Μαχίρο ήταν ηλικιωμένος, αν και κοκκίνισε λέγοντας το. Ακόμα και ο Λόιαλ έπιασε πένα και χαρτί με κάποιο δισταγμό. Τη δική του πένα· οι ανθρώπινες θα χάνονταν μέσα στα πελώρια χέρια του. Σφραγίζοντας το σημείωμά του, το παρέδωσε στην Κυρά Χάρφορ ζητώντας της με σεβασμό να το παραδώσει προσωπικά αν προέκυπτε η αφορμή. Ο σαν χοντρό λουκάνικο αντίχειράς του σκέπαζε σχεδόν ολόκληρο το όνομα του παραλήπτη, τόσο με ανθρώπινη όσο και Ογκιρανή γραφή, όμως ο Ραντ, με τη Μία Δύναμη να του οξύνει το βλέμμα, πρόσεξε το όνομα «Έριθ». Πάντως ο Λόιαλ δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι θα ήθελε να μείνει να το παραδώσει αυτοπροσώπως.

Τα γράμματα του Ραντ ήταν εξίσου δύσκολα με εκείνο της Φάιλε, αλλά για διαφορετικούς λόφους. Ο ιδρώτας που στάλαζε από το πρόσωπό του έκανε το μελάνι να τρέχει, και το χέρι του έτρεμε τόσο που χρειάστηκε να ξαναρχίσει μερικές φορές επειδή είχε γεμίσει το χαρτί μελανάδες. Ήξερε όμως τι ακριβώς ήθελε να πει. Στον Τάιμ, μια προειδοποίηση για δεκατρείς Άες Σεντάι και μια επανάληψη των διαταγών του να μην τις πλησιάσει. Στη Μεράνα, μια προειδοποίηση διαφορετικού είδους, και ένα είδος πρόσκλησης· δεν υπήρχε λόγος να της κρυφτεί· η Αλάνα τελικά θα τον έβρισκε οπουδήποτε στον κόσμο κι αν πήγαινε. Έπρεπε όμως να γίνει με τους δικούς του όρους, αν μπορούσε να το καταφέρει.

Όταν τελικά τα σφράγισε —η ύπαρξη της σφραγίδας από πρασινόπετρα με σκαλισμένο τον Δράκοντα, τον έκανε να κοιτάξει αυστηρά την Κυρά Χάρφορ η οποία του αντιγύρισε μια εντελώς ανέκφραστη ματιά— στράφηκε προς τη Ναντέρα. «Έχεις έξω τις είκοσι Κόρες σου;»

Η Ναντέρα ύψωσε τα φρύδια. «Είκοσι; Το μήνυμά σου έλεγε να φέρω όσες θέλω, και ότι ίσως δεν θα ξαναγυρνούσες. Έχω πεντακόσιες, και θα έρχονταν κι άλλες αν δεν τους το ξέκοβα».

Ο Ραντ απλώς ένευσε. Στο κεφάλι του υπήρχε σιωπή με εξαίρεση τις δικές του σκέψεις, μα μπορούσε να νιώσει τον Λουζ Θέριν, μέσα στο Κενό μαζί του, που περίμενε σαν σφιγμένο ελατήριο. Όταν πέρασαν όλοι από την πύλη στο θάλαμο της Καιρχίν και ο Ραντ άφησε την τρύπα να κλείσει, περιορίζοντας την αίσθηση της Αλάνα που είχε σε μια αόριστη εντύπωση παρουσίας στα δυτικά, μόνο τότε φάνηκε να χάνεται ο Λουζ Θέριν. Λες και ο άνθρωπος είχε αποκοιμηθεί, κουρασμένος από τον αγώνα του με τον Ραντ. Στο τέλος ο Ραντ άφησε στην άκρη το σαϊντίν και τότε μόνο συνειδηποίησε πως ήταν κατάκοπος από αυτή την πάλη. Χρειάστηκε να τον κουβαλήσει ο Λόιαλ στα δωμάτιά του στο Παλάτι του Ήλιου.

Η Μεράνα καθόταν ήρεμα στο παράθυρο του καθιστικού, με την πλάτη στη θέα του δρόμου και το γράμμα του Ραντ αλ’Θόρ στα γόνατά της. Είχε αποστηθίσει τα περιεχόμενά του.

Μεράνα, έτσι ξεκινούσε. Όχι Μεράνα Άες Σεντάι, ούτε καν Μεράνα Σεντάι.

Μεράνα.

Ένας φίλος μου είχε πει κάποτε πως στα περισσότερα παιχνίδια με ζάρια, ο αριθμός δεκατρία θεωρείται σχεδόν εξίσου γρουσούζικος με το να φέρεις στη ζαριά σου τα Μάτια του Σκοτεινού. Κι εγώ επίσης πιστεύω πως το δεκατρία είναι γρουσούζικος αριθμός. Πάω στην Καιρχίν. Μπορείς να με ακολουθήσεις με πέντε άλλες αδελφές το πολύ. Έτσι θα είστε σε κοινή μοίρα με τις απεσταλμένες από το Λευκό Πύργο. Θα δυσαρεστηθώ να προσπαθήσεις να φέρεις περισσότερες. Μην με πιέσεις ξανά. Δεν μου έχει μείνει πολλή εμπιστοσύνη.

Ραντ αλ’Θόρ
Ο Αναγεννημένος Δράκοντας

Στο τέλος, είχε πατήσει την πένα τόσο δυνατά που παραλίγο θα έσχιζε το χαρτί· οι δύο τελευταίες γραμμές έμοιαζαν γραμμένες με διαφορετικό γραφικό χαρακτήρα από τις υπόλοιπες.

Η Μεράνα καθόταν χωρίς την παραμικρή κίνηση και φασαρία. Δεν ήταν μόνη της. Τα υπόλοιπα μέλη της πρεσβείας, αν μπορούσες να την πεις έτσι, καθόταν σε καρέκλες κοντά στους τοίχους, καθεμιά με τον τρόπο της. Το εκνευριστικό ήταν ότι μόνο η Μπερενίτσια καθόταν μαζεμένα σαν τη Μεράνα, με τα παχουλά χεράκια σταυρωμένα στα γόνατά της, το κεφάλι γερμένο λιγάκι, και τα σοβαρά μάτια να παρατηρούν· δεν έλεγε λέξη παρά μόνο όταν της μιλούσες. Η Φήλντριν καθόταν καμαρωτά και μιλούσε όποτε της κάπνιζε, το ίδιο επίσης η Μασούρι και η Ραφέλα. Αλλά και η Σήνιντ φαινόταν ανυπόμονη, έτσι όπως καθόταν μπροστά-μπροστά στην καρέκλα και συχνά χαμογελούσε με αποφασιστικότητα. Οι υπόλοιπες ήταν περισσότερο σαν τη Βαλίντε, σχεδόν ατάραχες. Όλες ήταν εκεί εκτός από τη Βέριν και την Αλάνα, και είχαν αποσταλεί Γκαϊντίν για να τις βρουν. Η Κιρούνα και η Μπέρα, που στέκονταν στο κέντρο του δωματίου, ήταν εξόφθαλμα εκεί.