Выбрать главу

«Τελείωσες;» είπε ψυχρά η Μπέρα.

Η Κιρούνα ήταν ακόμα πιο ωμή. Γύρισε στις άλλες. «Φήλντριν, θα έρθεις μαζί μας στην Καιρχίν, αν θέλεις. Κι εσείς επίσης, Μασούρι, Ραφέλα».

Τη Μεράνα την έπιασε ρίγος και το διπλωμένο γράμμα τσαλακώθηκε στη γροθιά της. «Δεν το καταλαβαίνετε;» φώναξε. «Μιλάτε λες και μπορείτε να συνεχίσετε σαν πριν, σαν να μην άλλαξε τίποτα. Στην Καιρχίν υπάρχει μια αντιπροσωπεία της Ελάιντα, από το Λευκό Πύργο. Σίγουρα έτσι το βλέπει ο αλ’Θόρ. Τον χρειαζόμαστε περισσότερο απ’ όσο μας χρειάζεται, και φοβάμαι πως το ξέρει!»

Για μια στιγμή, σοκ ζωγραφίστηκε σ’ όλα τα πρόσωπα, εκτός από της Βέριν. Η Βέριν απλώς ένευσε σκεπτικά, αφήνοντας ένα μυστικοπαθές χαμόγελο. Για μια στιγμή, όλα τα άλλα πρόσωπα είχαν γουρλωμένα μάτια και ήταν αποσβολωμένα. Τα λόγια έμοιαζαν να αντηχούν στον αέρα. Τον χρειαζόμαστε περισσότερο απ’ όσο μας χρειάζεται. Δεν χρειάζονταν τους Τρεις Όρκους για να καταλάβουν πως αυτή ήταν η αλήθεια.

Ύστερα η Μπέρα είπε με σταθερό τόνο, «Κάθισε κάτω, Μεράνα, και ησύχασε». Η Μεράνα βρέθηκε να κάθεται πριν καλά-καλά το καταλάβει· ακόμα έτρεμε, ακόμα ήθελε να φωνάξει, μα καθόταν με τα χέρια σφιγμένα γύρω από την επιστολή του αλ’Θόρ.

Η Κιρούνα της γύρισε εσκεμμένα την πλάτη. «Σήνιντ, θα έρθεις, φυσικά. Δυο επιπλέον Γκαϊντίν είναι πάντα χρήσιμοι. Και εσύ Βέριν, νομίζω». Η Βέριν ένευσε σαν να ήταν παράκληση. «Ντεμίρα», συνέχισε η Κιρούνα, «ξέρω ότι έχεις λόγο να είσαι δυσαρεστημένη μαζί του, μα δεν θέλουμε να τον πανικοβάλλουμε πάλι, και κάποια πρέπει να οδηγήσει στο Σαλιντάρ αυτά τα ασυνήθιστα κορίτσια των Δύο Ποταμών. Εσύ, η Βαλίντε, η Κάιρεν και η Μπερενίτσια πρέπει να βοηθήσετε σ’ αυτό τη Μεράνα».

Οι άλλες τέσσερις που αναφέρθηκαν συμφώνησαν μουρμουριστά χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, η Μεράνα όμως ένιωσε να παγώνει. Η αποστολή δεν διαλυόταν, είχε γίνει χίλια κομμάτια.

«Εγώ...» Η φωνή της ξεψύχησε όταν την κοίταξαν η Μπέρα και η Κιρούνα. Και επίσης η Μασούρι και η Φήλντριν και η Ραφέλα. Είχε γίνει χίλια κομμάτια, μαζί και η εξουσία της. «Ίσως χρειαστείτε μια Γκρίζα», είπε αχνά. «Σίγουρα θα γίνουν διαπραγματεύσεις, και...» Πάλι έχασε τα λόγια της. Αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ όταν ήταν ολόκληρος.

«Πολύ καλά», είπε τελικά η Μπέρα, με τόνο που χρειάστηκε όλος ο αυτοέλεγχος της Μεράνα για να μην γίνουν κατακόκκινα τα μάγουλά της από ντροπή.

«Ντεμίρα, θα πας εσύ τα κορίτσια στο Σαλιντάρ», είπε η Κιρούνα.

Η Μεράνα έμεινε εντελώς ακίνητη. Προσευχόταν να είχε πια διαλέξει Άμερλιν η Αίθουσα. Κάποια πολύ δυνατή, και στη Δύναμη και στην καρδιά της. Θα χρειαζόταν μια καινούρια Ντηάνε, μια καινούρια Ρασίμα για να τις ξανακάνει αυτό που ήταν κάποτε. Προσευχήθηκε να τις οδηγούσε η Αλάνα στον αλ’Θόρ πριν αυτός αποφάσιζε να αναγνωρίσει την Ελάιντα. Τότε δεν θα τις έσωζε ούτε μια καινούρια Ρασίμα.

50

Αγκάθια

Ο Ραντ πέρασε το υπόλοιπο εκείνης της μέρας στα διαμερίσματά του στο Παλάτι του Ήλιου, κυρίως ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ένα πελώριο έπιπλο με ουρανό και τέσσερις χοντρούς στύλους από μαυρόξυλο που ήταν χοντρύτεροι από το πόδι του, γυαλισμένο με τόση επιμέλεια που έλαμπε κόντρα στις ενσφηνωμένες φέτες από φίλντισι. Σαν να ήθελαν να δημιουργεί αντίθεση με την επίχρυση διακόσμηση του προθαλάμου και του καθιστικού, στο υπνοδωμάτιο επικρατούσε το μαυρόξυλο και το φίλντισι, αν και πάλι όλο αιχμηρές γωνίες.

Η Σούλιν μπαινόβγαινε όλο φούρια· του χτυπούσε τα πουπουλένια μαξιλάρια να φουσκώσουν, έσιαζε πάνω του τα λινά σεντόνια, του έλεγε γκρινιάρικα ότι ήταν πιο υγιεινός ο ύπνος σε κουβέρτες κατάχαμα, του έφερνε τσάι μέντας που δεν της το είχε ζητήσει και παντς που δεν το ήθελε, ώσπου στο τέλος τη διέταξε να σταματήσει. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας», μούγκρισε εκείνη μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. Έκανε και δεύτερη τέλεια γονυκλισία, αλλά βγήκε έξω με αγέρωχο, αυταρχικό βήμα.

Η Μιν είχε μείνει κι αυτή μαζί του· καθόταν στο στρώμα, του κρατούσε το χέρι κι έσμιγε τα φρύδια, σε σημείο που ο Ραντ αναρωτήθηκε μήπως τον περνούσε για ετοιμοθάνατο. Στο τέλος την έδιωξε κι αυτήν, ίσα για να φορέσει μια σκουρόγκριζη μεταξωτή ρόμπα που πάντα άφηνε σε κείνη τη ντουλάπα. Βρήκε επίσης και κάτι άλλο εκεί, καταχωνιασμένο βαθιά. Μια στενή, απλή ξύλινη θήκη μ’ ένα φλάουτο μέσα, δώρο που του είχε κάνει ο Θομ Μέριλιν σε μια ζωή που τώρα φαινόταν τόσο μακρινή. Κάθισε πλάι σε ένα ψηλό, στενό παράθυρο και προσπάθησε να παίξει. Μετά από τόσον καιρό, οι πρώτοι ήχοι ήταν κάτι σκουξίματα και παύσεις. Αυτοί οι ήχοι ξανάφεραν τη Μιν.