Выбрать главу

Η Μιν κατάφερνε να παρευρίσκεται σ’ αυτές τις συναντήσεις, στο ενδιάμεσο όσων έκανε με τις Σοφές· ο Ραντ δεν είχε την πρόθεση να ρωτήσει τι ήταν αυτά. Το πρόβλημα ήταν να την κρατά κρυμμένη.

«Θα μπορούσα να κάνω πως είμαι η αγαπητικιά σου», γέλασε η Μιν. «Θα κουλουριαζόμουν πάνω σου και θα σε τάιζα σταφύλια —ή μάλλον σταφίδες· έχω καιρό να δω σταφύλια— και θα μπορούσες να με λες γλυκοχειλίτσα σου. Έτσι κανείς δεν θα αναρωτιόταν τι κάνω εδώ».

«Όχι» την αποπήρε, κι εκείνη σοβάρεψε.

«Στ’ αλήθεια νομίζεις πως οι Αποδιωγμένοι θα έρθουν να με βρουν μόνο και μόνο γι’ αυτό;»

«Μπορεί να το κάνουν», της είπε, εξίσου σοβαρά. «Ένας Σκοτεινόφιλος σαν τον Πάνταν Φάιν θα το έκανε, αν ζει ακόμα. Δεν θέλω να το ρισκάρω, Μιν. Κι εν πάση περιπτώσει, δεν θέλω αυτοί οι Καιρχινοί με τα βρώμικα μυαλά να έχουν τέτοια ιδέα για σένα, ούτε και οι Δακρυνοί, τέλος πάντων». Οι Αελίτες ήταν αλλιώτικοι· νόμιζαν πως το γεγονός ότι η Μιν τον πείραζε ήταν πολύ αστείο, ξεκαρδιστικό μάλιστα.

Η Μιν ήταν άστατος χαρακτήρας. Τη μια στιγμή ήταν συννεφιασμένη, την άλλη έλαμπε, γεμάτη χαμόγελα που δεν έσβηναν στιγμή. Μέχρι που άρχισαν οι ακροάσεις.

Το διαχωριστικό με διάτρητα ξυλόγλυπτα που στήθηκε στη γωνία του προθαλάμου ήταν αποτυχία. Τα μαύρα, αστραφτερά μάτια του Μαρίνγκιλ απέφευγαν τόσο προσεκτικά να το κοιτάξουν, που ο Ραντ ήξερε πως ο άνθρωπος θα ξεσήκωνε το Παλάτι του Ήλιου για να μάθει τι ή ποιος κρυβόταν από πίσω. Το καθιστικό αποδείχθηκε κάπως καλύτερο, με τη Μιν να κρυφοκοιτάζει στον προθάλαμο από μισάνοιχτες πόρτες, όμως δεν έδειχναν θεάσεις ή αύρες στο βλέμμα της κατά τη διάρκεια της ακρόασης τους με τον Ραντ, και ό,τι έβλεπε, τόσο εκεί όσο και απλώς περπατώντας στους διαδρόμους, ήταν ζοφερό. Ο Μαρίνγκιλ, ασπρομάλλης, λεπτός σαν λεπίδα και ψύχραιμος, θα πέθαινε από μαχαίρι. Η Κολαβήρ, που το κάτι παραπάνω από εμφανίσιμο πρόσωπό της ησύχασε και καταλάγιασε όταν έμαθε ότι η Αβιέντα δεν ήταν αυτή τη φορά μαζί με τον Ραντ, θα πέθαινε από δηλητήριο. Ο Μάιλαν, με το μυτερό γένι του και τη γλοιώδη φωνή του, θα πέθαινε από δηλητήριο. Το μέλλον είχε βαρύ φόρο αίματος για τους Υψηλούς Άρχοντες του Δακρύου. Ο Άρακομ και ο Μάρακον και ο Γκέγιαμ θα πέθαιναν κι αυτοί, από βίαιο θάνατο — η Μιν πίστευε πως αυτό θα γινόταν στη μάχη. Είπε ότι ποτέ δεν είχε δει τόσους θανάτους σε μια ομάδα ανθρώπων.

Όταν τέλος είδε το αίμα να σκεπάζει το πλατύ πρόσωπο του Γκέγιαμ, την πέμπτη μέρα στην Καιρχίν, ένιωσε τόσο έντονα να την αρρωσταίνει η σκέψη που ο Ραντ την έβαλε να ξαπλώσει και ζήτησε από τη Σούλιν να φέρει ένα υγρό πανί για να βρέξει το μέτωπό της. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά του να καθίσει στο στρώμα πιάνοντάς της το χέρι. Εκείνη του το έσφιγγε με δύναμη.

Όμως δεν έπαψε να τον πειράζει. Δύο φορές ήταν απολύτως σίγουρος πως θα την έβρισκε εκεί: όταν έκανε εξάσκηση με το σπαθί και χόρευε τις στάσεις ξιφομαχίας με τέσσερις-πέντε από τους καλύτερους ξιφομάχους που μπορούσε να βρει μεταξύ των Δακρυνών και των Καιρχινών στρατιωτών, και όταν πάλευε μαζί με τον Ρούαρκ ή τον Γκαούλ και πάσχιζαν να κλωτσήσουν ο ένας τον άλλο στο κεφάλι. Η Μιν πάντα διέτρεχε με το δάχτυλο της το γυμνό του στέρνο και έκανε αστεία για τους βοσκούς που δεν ίδρωναν επειδή είχαν τρίχες πυκνές σαν των προβάτων τους. Μερικές φορές του άγγιζε τη μισογιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό του που δεν γιατρευόταν ποτέ, τον κύκλο από ανοιχτορόδινη σάρκα, αλλά διαφορετικά, μαλακά· ποτέ δεν αστειευόταν γι’ αυτήν. Του τσιμπούσε τον πισινό —κάτι που τον ξάφνιαζε όταν ήταν κι άλλοι μπροστά· οι Κόρες και οι Σοφές σχεδόν έπεφταν κάτω από τα γέλια κάθε φορά που ο Ραντ πεταγόταν από τη θέση του· η Σούλιν έλεγες ότι θα έσκαγε καθώς κρατούσε το γέλιο της— και στριμωχνόταν στην αγκαλιά του φιλώντας τον με κάθε ευκαιρία και έφτανε στο σημείο να τον απειλεί πως θα ερχόταν να του τρίψει την πλάτη στο μπάνιο μια απ’ αυτές τις μέρες. Όταν αυτός προσποιόταν ότι έκλαιγε και τραύλιζε, εκείνη γελούσε και έλεγε πως δεν ήταν αρκετό.

Η Μιν σταματούσε σχεδόν αμέσως αν τύχαινε να χώσει κάποια Κόρη το κεφάλι για να ανακοινώσει τον ερχομό κάποιου, ειδικά του Λόιαλ, ο οποίος ποτέ δεν έμενε πολύ και συνεχώς μιλούσε για τη Βασιλική Βιβλιοθήκη, ή του Πέριν, που έμενε ακόμα λιγότερο και για κάποιο λόγο φαινόταν ολοένα και πιο κουρασμένος. Και κυρίως σταματούσε αμέσως όταν τύχαινε να είναι μαζί με τον Πέριν ή τον Λόιαλ και η Φάιλε. Τις δύο φορές που είχε συμβεί αυτό, η Μιν είχε βρει βιαστικά ένα βιβλίο μεταξύ εκείνων που είχε ο Ραντ στην κρεβατοκάμαρά του και κάθισε προσποιούμενη πως διάβαζε, ανοίγοντάς το κάπου στη μέση για να δείξει ότι το διάβαζε ώρα πολλή. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε τα ψυχρά βλέμματα που αντάλλασσαν οι δύο γυναίκες. Δεν ήταν από έχθρα, ή έστω από αντιπάθεια, όμως ο Ραντ υποψιαζόταν ότι αν έκαναν έναν κατάλογο με τα ονόματα εκείνων που θα προτιμούσαν να μην περνούν χρόνο μαζί τους, το όνομα της κάθε μιας θα ήταν πρώτο-πρώτο στον κατάλογο της άλλης.