Μόλις έκλεισαν οι πόρτες πίσω από τη Μπερελαίν, η Μιν ξεφύσηξε ξανά. Ή μάλλον ρουθούνισε. «Αναρωτιέμαι γιατί κάνει τον κόπο να φορέσει ρούχα. Να δεις που κάποια στιγμή θα της τη φέρουν. Δεν είδα τίποτα χρήσιμο για σένα. Απλώς έναν λευκοντυμένο άνδρα που θα την κάνει να ερωτευτεί ως τα μπούνια. Μερικές γυναίκες είναι ξεδιάντροπες!»
Το ίδιο απόγευμα η Μιν του ζήτησε χρήματα για να πληρώσει ένα ολόκληρο δωμάτιο ράφτρες που είχε φέρει, μιας και είχε έρθει από το Κάεμλυν μόνο με τα ρούχα που φορούσε πάνω της, κι αυτές της έφτιαξαν σακάκια και παντελόνια και μπλούζα από μεταξωτά και μπροκά υφάσματα σε όλα τα χρώματα. Μερικές από τις μπλούζες είχαν αρκετά βαθύ ντεκολτέ, ακόμα κι αν ήταν να τις φορέσει κάτω από σακάκι. Για μερικά παντελόνια ο Ραντ δεν είχε ιδέα πώς θα τα έβαζε η Μιν. Επίσης η Μιν έκανε εξάσκηση στο πέταγμα μαχαιριών. Ο Ραντ είδε σε μια περίπτωση τη Ναντέρα και την Ενάιλα να της δείχνουν το δικό τους τρόπο μάχης με χέρια και πόδια, που ήταν ριζικά διαφορετικός από τον τρόπο των ανδρών· οι Κόρες δεν ήθελαν να τις βλέπει και αρνήθηκαν να συνεχίσουν πριν ο Ραντ φύγει. Ίσως ο Πέριν μπορούσε να τα καταλάβει όλα αυτά, μα ο Ραντ αποφάσισε για χιλιοστή φορά πως δεν καταλάβαινε τις γυναίκες και δεν θα τις καταλάβαινε ποτέ.
Κάθε μέρα ερχόταν ο Ρούαρκ στα διαμερίσματα του Ραντ ή πήγαινε αυτός στο γραφείο που μοιραζόταν ο Ρούαρκ με τη Μπερελαίν. Ο Ραντ χαιρόταν που την έβλεπε να δουλεύει αφοσιωμένα ανάμεσα σε αναφορές με θέμα φορτία σιτηρών, επαναπροώθηση προσφύγων, επισκευές από τις ζημιές που είχε προκαλέσει ο Δεύτερος Πόλεμος των Αελιτών, σε πείσμα όλων των προσπαθειών να ονομάζεται Πόλεμος του Σάιντο. Ο Ρούαρκ ισχυριζόταν πως είχε αποφασίσει να μη δίνει σημασία στους Καιρχινούς που έπαιζαν τζι’ε’τόχ, όπως το αποκαλούσε, αν και ακόμα και τώρα γκρίνιαζε κάθε φορά που έβλεπε Καιρχινή με σπαθί ή νεαρούς και νεαρές με λευκή περιβολή. Οι εξεγερθέντες ακόμα έμοιαζαν να κάθονται στους λόφους σε αναμονή, με τους αριθμούς τους να πληθαίνουν, όμως ούτε κι αυτό τον ένοιαζε. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν οι Σάιντο και το πόσες λόγχες μετακινούνταν ακόμα καθημερινά προς το νότο προς το Δάκρυ. Όσοι ανιχνευτές επέστρεφαν, ανέφεραν κινήσεις των Σάιντο στο Μαχαίρι του Σφαγέα. Δεν υπήρχαν ενδείξεις για την κατεύθυνση που σκόπευαν να ακολουθήσουν και πότε. Ο Ρούαρκ έφτασε στο σημείο να του μεταφέρει τον αριθμό των Αελιτών που τους καταλάμβανε η μελαγχολία και έριχναν κάτω τις λόγχες τους, τον αριθμό εκείνων που αρνιόταν να βγάλουν το λευκό των γκαϊ’σάιν όταν τελείωνε ο χρόνος τους, ακόμα και εκείνων των λίγων που ακόμα έφευγαν προς το βορρά για να πάνε με το Σάιντο. Ήταν σημάδι της ανησυχίας του. Το παράξενο ήταν ότι η Σεβάνα κυκλοφορούσε στις σκηνές, ακόμα και στην πόλη, και είχε φύγει τη μέρα μετά τον ερχομό του Ραντ. Ο Ρούαρκ το μνημόνευσε σαν κάτι ασήμαντο.
«Δεν θα ήταν προτιμότερο να τη συλλάβεις;» ρώτησε ο Ραντ. «Ρούαρκ, ξέρω πως υποτίθεται ότι είναι Σοφή, μα δεν μπορεί να είναι, όπως το καταλαβαίνω εγώ. Δεν θα ξαφνιαζόμουν αν οι Σάιντο άκουγαν τη φωνή της λογικής χωρίς αυτήν».
«Αμφιβάλλω», είπε ξερά ο Ρούαρκ. Καθόταν σε ένα μαξιλαράκι γερμένο στον τοίχο του γραφείου, καπνίζοντας την πίπα του. «Η Άμυς και οι άλλες ανταλλάσσουν ματιές πίσω από την πλάτη της Σεβάνα, μα τη δέχονται σαν Σοφή. Αν οι Σοφές λένε ότι η Σεβάνα είναι Σοφή, τότε είναι. Έχω δει αρχηγούς για τους οποίους δεν θα χαλάλιζα ένα ασκί νερό ακόμα κι αν στεκόμουν ανάμεσα σε δέκα λιμνούλες, μα δεν έπαυαν να είναι αρχηγοί».
Ο Ραντ αναστέναξε και μελέτησε το χάρτη που ήταν απλωμένος στο τραπέζι. Ο Ρούαρκ πραγματικά δεν φαινόταν να τον χρειάζεται· χωρίς να τον κοιτάζει, μπορούσε να ονομάσει όλα τα χαρακτηριστικά των περιοχών που έδειχνε ο χάρτης. Η Μπερελαίν καθόταν στην καρέκλα της με την ψηλή ράχη από την άλλη μεριά του τραπεζιού, με τα πόδια διπλωμένα κάτω από το κορμί της και ένα μάτσο χαρτιά στα γόνατά της. Κρατούσε πένα στο χέρι και είχε ένα μελανοδοχείο στο τραπεζάκι δίπλα στην καρέκλα της. Συχνά σήκωνε το βλέμμα πάνω του, μα όποτε έβλεπε τον Ρούαρκ να την κοιτάζει ξανάσκυβε το κεφάλι στις αναφορές. Για κάποιο λόγο, ο Ρούαρκ έσμιγε τα φρύδια όποτε την κοίταζε, και εκείνη πάντα κοκκίνιζε και έσφιγγε το στόμα πεισματικά. Μερικές φορές ο Ρούαρκ είχε μια αποδοκιμαστική έκφραση, κάτι που δεν είχε νόημα. Η Μπερελαίν εκτελούσε τώρα τα καθήκοντά της.
«Πρέπει να σταματήσεις να στέλνεις εκείνες τις λόγχες νότια», είπε στο τέλος ο Ραντ. Δεν του άρεσε. Ήταν ζωτικής σημασίας να δει ο Σαμαήλ το μεγαλύτερο σφυρί του κόσμου να τον πλησιάζει, μα όχι αν το αντίτιμο ήταν να επιστρέψουν οι Σάιντο στην Καιρχίν απ’ όπου θα έπρεπε πάλι να τους διώξουν. «Δεν βλέπω άλλο τρόπο».